Post-Minimalism Life and Art Periods

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο όρος "Μετα-Μινιμαλισμός" (Post-Minimalism) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε σχέση με μια σειρά από καλλιτεχνικές πρακτικές, που εμφανίστηκαν στον απόηχο του Μινιμαλισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Κατά παρόμοιο τρόπο με τον όρο "Μετα-Ιμπρεσιονισμός", εξυπηρετεί στη συγκεντρωτική απόδοση μιας σειράς από στυλ που συνδέονται μεταξύ τους, αλλά που συχνά έχουν πολύ διαφορετικά, ακόμα και συγκρουόμενα ενδιαφέροντα. Ο Μετα-Μινιμαλισμός αναφέρεται σε τάσεις, όπως οι Body art (τέχνη του σώματος), Performance (τέχνη της δράσης), Process art (τέχνη της διαδικασίας), Site-Specific art (τέχνη συγκεκριμένης θέσης), και πτυχές της Conceptual art (Εννοιολογική τέχνη). Μερικοί από τους καλλιτέχνες που συνδέονται με αυτή την τάση επεδίωξαν να επεκτείνουν το ενδιαφέρον των Μινιμαλιστών στη δημιουργία αντικειμένων τέχνης, που δεν έχουν την αντιπροσωπευτική λειτουργία της παραδοσιακής γλυπτικής, αντικειμένων που είναι αφηρημένα, ανώνυμα στην εμφάνιση και έχουν μια ισχυρή υλική παρουσία. Υπάρχουν όμως και άλλοι Μετα-Μινιμαλιστές που επιδίωξαν πολύ διαφορετικούς στόχους: πολλοί αντέδρασαν στην απροσωπία του προγενέστερου κινήματος, προσπαθώντας να αποδώσουν στη γλυπτική και πάλι συναισθηματικά εκφραστικές ιδιότητες. Ενώ τα φορμαλιστικά και θεωρητικά ενδιαφέροντα αυτής της περιόδου δεν έχουν πλέον τόσο μεγάλη επιρροή, πολλά από τα θέματα και τις στρατηγικές των Μετα-Μινιμαλιστών παραμένουν σύγχρονα, καθιστώντας το κίνημα μια από τις πιο ισχυρές τάσεις του τελευταίου μισού αιώνα.

ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Ορισμένοι Μετα-Μινιμαλιστές καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν να επεκτείνουν το ενδιαφέρον του Μινιμαλισμού στην ανωνυμία και να διαχωρίσουν τα έργα τέχνης από την προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη. Αντί να χρησιμοποιούν βιομηχανικά υλικά και απρόσωπες μεθόδους κατασκευής για να επιτευχθεί αυτό, χρησιμοποίησαν άλλες στρατηγικές. Παρουσίασαν την ύλη με τρόπους που φαινόταν μη επεξεργασμένη ή χωρίς σύνθεση, ή το υλικό του έργο να φθίνει και να γέρνει, σαφώς εξαρτώμενο περισσότερο από το χαρακτήρα του υλικού και όχι τις προθέσεις του καλλιτέχνη. Για να διακρίνεται από το ορατό ενδιαφέρον του Μινιμαλισμού σχετικά με τη φόρμα και τη σύνθεση, αυτή η τάση αναφέρεται ως "αντι-φόρμα" (anti-form).
Ορισμένοι Μετα-Μινιμαλιστές είχαν ως κοινό το ενδιαφέρον των Μινιμαλιστών για την αφαίρεση και την "υλικότητα", αλλά απέρριψαν την ενασχόλησή τους με βιομηχανικά υλικά. Απέρριψαν επίσης, τη διάθεση και την τάση του κινήματος, που συχνά θεωρείται ως ψυχρή, υπερ-πνευματική και, ακόμα και, αυταρχική, αντιδρώντας με γλυπτά πιο εκφραστικών χαρακτηριστικών, συχνά προκαλώντας το σώμα και τις πτυχές της σεξουαλικότητας.
Πολλοί Μετα-Μινιμαλιστές θαύμαζαν τη ρήξη του Μινιμαλισμού με τις συμβατικές μορφές της ζωγραφικής και της γλυπτικής, θέλοντας να διερευνήσουν νέα όρια ή παραδόσεις στην παραγωγή της τέχνης. Κάποιοι πίστευαν ότι το επιλεγμένο υλικό έπρεπε να διέπει το χαρακτήρα του αντικειμένου τέχνης. Άλλοι πίστευαν σε μια πιο διευρυμένη έννοια της τεχνικής, που περιλάμβανε τις διαδικασίες του καλλιτέχνη, τα υλικά και ακόμη και τον τρόπο που η βαρύτητα δρα στα υλικά.
Μερικοί καλλιτέχνες έλαβαν, επίσης, το σύνθημα για να βγουν από τη γκαλερί και να εγκαταστήσουν την τέχνη σε νέα περιβάλλοντα. Αυτό οδήγησε σε ένα νέο ενδιαφέρον για τη σχέση του έργου τέχνης και του περιβάλλοντος χώρου, που ονομάζεται Site-Specificity (ειδικότητα θέσης). Άλλοι μετέφεραν τα έργα τέχνης στο φυσικό περιβάλλον, στο κίνημα της Land art.

ΑΡΧΗ

Νέες εξελίξεις στην τέχνη ήρθαν γρήγορα στη δεκαετία του 1960. Δεν είχε καλά καλά εμφανιστεί ο Μινιμαλισμός στη δημόσια σκηνή, όταν ο Μετα-Μινιμαλισμός ήρθε στην επιφάνεια. Σε μια έκθεση του 1966 στη Νέας Υόρκης με τίτλο "Eccentric Abstraction" (Εκκεντρική Αφαίρεση), η κριτικός Lucy Lippard επιμελήθηκε τη δουλειά μιας ομάδας καλλιτεχνών, που συμπεριλάμβανε τους Eva Hesse (Εύα Έσσε), Louise Bourgeois (Λουίζ Μπουρζουά) και Bruce Nauman (Μπρους Νάουμαν). Περιλαμβάνοντας έργα με πολύ προσωπικές και αισθητικές ιδιότητες, άντλησε έμπνευση από την παράδοση του Σουρεαλισμού, του Ντανταϊσμού και του Εξπρεσιονισμού. Τα κομμάτια συχνά συνδύαζαν ασυνήθιστα, μαλακά και εύκαμπτα υλικά. Κάποια δανείστηκαν τις επαναλαμβανόμενες συνθέσεις, τυπικές του Μινιμαλισμού, αλλά πολλά αξιοποίησαν πιο χαλαρές και ανοικτές δομές.

Ο κριτικός και ιστορικός τέχνης Robert Pincus-Witten, ο οποίος επινόησε τον όρο Μετα-Μινιμαλισμός, παρατήρησε ότι αυτό, στο οποίο η Lucy Lippard αναφέρεται ως "Εκκεντρική αφαίρεση" ήταν στην πραγματικότητα μέρος των αναδυόμενων αντιδράσεων εναντίον του Μινιμαλισμού. Αυτές οι αντιδράσεις κέρδισαν περαιτέρω αναγνώριση το 1969, όταν το Μουσείο Αμερικάνικης Τέχνης Whitney φιλοξένησε την έκθεση "Anti-Illusion: Procedures/Materials" (Αντι-ψευδαίσθηση: Διαδικασίες/Υλικά). Βασισμένη στην Process art (τέχνη της διαδικασίας), η έκθεση αφορούσε τη στάση των καλλιτεχνών απέναντι στα υλικά και τις τεχνικές. Τόνισε το διευρυμένο ενδιαφέρον του Μινιμαλισμού, που έδειξαν οι καλλιτέχνες στην αφαίρεση και την ανωνυμία. Ο τίτλος Anti-Illusion τράβηξε την προσοχή στην ευρεία ενασχόληση με την απογύμνωση του γλυπτού από τα τελευταία απομεινάρια αναπαράστασης, και, ως εκ τούτου, της έκφρασης. Η αναπαράσταση, γενικά της ανθρώπινης μορφής, ήταν πάντα στο επίκεντρο της γλυπτικής και η απομάκρυνσή της την από αυτή την παράδοση αποδείχθηκε πολύπλοκο και δύσκολο έργο.

Μια άλλη σημαντική Μετα-Μινιμαλιστική έκθεση με τίτλο "When Attitudes Become Form" (Όταν οι διαθέσεις γίνονται φόρμα), η οποία διερεύνησε περισσότερο εννοιολογικές τάσεις, φιλοξενήθηκε στο Λονδίνο και τη Βέρνη το 1969. Την ίδια χρονιά, ο καλλιτέχνης Robert Morris διοργάνωσε την έκθεση "9 in a Warehouse" (9 σε μια αποθήκη), μια έκθεση της Process art, που περιέλαβε τη δουλειά των Eva Hesse, Bruce Nauman και Richard Serra, καθώς και μια επιλογή έργων καλλιτεχνών της Arte Povera (Φτωχής Τέχνης) από την Ιταλία. Αυτό δείχνει ότι, αν και αμερικάνικος στην προέλευση, ο όρος Μετα-Μινιμαλισμός περιγράφει εξίσου επαρκώς εξελίξεις και σε άλλες περιοχές.

MORE

ΙΔΕΕΣ & ΎΦΟΣ

Process Art (Τέχνη της διαδικασίας)

Με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τους όγκους και τις τυχαίες συσσωρεύσεις μαλακής τσόχας του Robert Morris, η Process Art (Τέχνη της Διαδικασίας) εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έθεσε τα θεμέλια για άλλες μετα-μινιμαλιστικές τάσεις. Όπως και οι πίνακες δράσης (action paintings) του Jackson Pollock, , στους οποίους η φυσική πράξη της μπογιάς που στάζει πάνω στον καμβά είναι αναπόσπαστο στοιχείο του έργου, η Process Art παράγει έργα στα οποία η πράξη της δημιουργίας - η διαδικασία της παραγωγής - είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοιά της. Η Process Art επικεντρώνεται στο γεγονός και τη δράση. Για το λόγο αυτό, συχνά οδηγεί σε έργα όπου ο χρόνος, η παροδικότητα και η ειδικότητα της θέσης είναι σημαντικά θέματα.

Έργα στα οποία ο Richard Serra εκσφενδονίζει λιωμένο μολύβι στους τοίχους και το δάπεδο μιας γκαλερί είναι, επίσης, ένα παράδειγμα του εφήμερου, αυθόρμητου και άμορφου χαρακτήρα της Process Art. Το έργο της Eva Hesse καταδεικνύει επίσης μια πτυχή αυτού, θεωρώντας ορισμένες φορές, το μινιμαλιστικό κύβο ή πλαίσιο, ως βάση για το έργο της, αλλά δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στο θέμα και τα υλικά. Για παράδειγμα, το έργο Accession II (1967-1969) της Hesse, αποτελείται από έναν κύβο πλεγμάτων αλουμινίου, με ανοικτή τη μια πλευρά. Στα πλαίσια του αλουμινίου είναι περίπλοκα πλεγμένοι λεπτοί πλαστικοί σωλήνες, σύροντας την προσοχή στο μαλακό εσωτερικό του κύβου παρά στη γεωμετρική του μορφή. Η Hesse χρησιμοποιεί βιομηχανικά υλικά και τα κάνει να φαίνονται οργανικά, όπως το γρασίδι ή τα μαλλιά, διερευνώντας τις εγγενείς δυνατότητές τους. Εμποτίζει μινιμαλιστικές φόρμες με οργανική ζεστασιά και αισθησιασμό για να δημιουργήσει ένα προστατευτικό χώρο, κάνοντας τη διαδικασία της κατασκευής του έργου σαφή στο θεατή (κάτι που είναι συχνά κρυμμένο στα έργα των Μινιμαλιστών).

Body Art (Τέχνη του σώματος)

Η χρήση του σώματος ως μέσο έκφρασης ήταν άλλος ένας από τους τρόπους, που οι Μετα-Μινιμαλιστές καλλιτέχνες προσπάθησαν να ξεφύγουν από τον εμπορεύσιμο, αντικειμενοστραφή χαρακτήρα των Μινιμαλιστικών έργων τέχνης. Επίσης, τους έδωσε έναν ιδανικό τρόπο για να εμποτίσουν το έργο τους με ανθρώπινη εκφραστικότητα, μια ιδιότητα που έλειπε από τη Μινιμαλιστική τέχνη. Οι καλλιτέχνες της Body Art επηρεάστηκαν από παραστάσεις των κινημάτων Fluxus και Dada, το θέατρο, ακόμα και τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. .

Μερικοί καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν τα σώματά τους για να εκτελέσουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις που έδιναν έμφαση σε συνηθισμένες, φαινομενικά άσκοπες ενέργειες που συνήθως ασκούνται χωρίς ειδοποίηση ή συνέπεια. Η φύση των απλών, επαναλαμβανόμενων ενεργειών έκανε, συχνά, το θεατή να αντιλαμβάνεται το πέρασμα του χρόνου και την υλικότητα του σώματος. Ένας καλλιτέχνης που διερεύνησε αυτή την τάση ήταν ο Vito Acconci. Στο "Blinks" (Ματιές) το 1969, διέσχιζε ένα δρόμο, προσπαθώντας να μην ανοιγοκλείσει τα μάτια του και έβγαζε μια φωτογραφία κάθε φορά που το έκανε. Ο Bruce Nauman διερεύνησε, επίσης, την εκφραστική δυνατότητα απλών ενεργειών σε πολλές από τις ταινίες που έκανε στα τέλη του 1960. Οι ταινίες συχνά έδειχναν τον καλλιτέχνη να βηματίζει συνεχώς, με τα πόδια σε μια γραμμή ή μια περίμετρο, ή να τραβά το πρόσωπό του. Σε όλες αυτές τις ταινίες, δεν υπάρχει τελικό προϊόν ούτε σαφής στόχος για τις δράσεις του καλλιτέχνη.

Η Τέχνη του σώματος μπορούσε επίσης να γίνει συγκρουσιακή, επιθετική και επικίνδυνη. Ως αποτέλεσμα των κυνικών και απαισιόδοξων συμπεριφορών που προκλήθηκαν από τα οικονομικά προβλήματα, τη μείωση της πίστη στην κυβέρνηση και την αντίθεση για τον πόλεμο του Βιετνάμ, οι καλλιτέχνες άρχισαν να υιοθετούν ένα επιθετικό ύφος που τόνιζε το φόβο και την ευπάθεια της ανθρώπινης υπόστασης. Για παράδειγμα, στα έργα μετά το 1970, ο Acconci εισαγάγει μια αυτοβιογραφική άποψη στη δουλειά του, τοποθετώντας συχνά τον εαυτό του υπό πίεση και ταλαιπωρία. Με αυτό τον τρόπο, θολώνει, ουσιαστικά, τα όρια μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου εαυτού. Εφαρμόζει ένα στοιχείο σαδομαζοχισμού και βίας σε πολλές από τις παραστάσεις του, επικαλείται τη σεξουαλικότητά του και αντιλαμβάνεται το σώμα του ως εύπλαστο αντικείμενο. Για παράδειγμα, στο έργο του "Conversions" (Μετατροπές) το 1970, ο Acconci δοκίμασε διάφορους τρόπους για να αλλάξει τη σεξουαλική του ταυτότητα από αρσενική σε θηλυκή, σε ένα παράδειγμα, χρησιμοποιώντας τη φλόγα ενός κεριού για να αφαιρέσει το τριχωτό στο στήθος του.

Με τρόπο παρόμοιο με τις βίαιες ενέργειες του Acconci, ο Chris Burden (Κρις Μπέρντεν) έθεσε τον εαυτό του σκόπιμα σε σωματικώς απειλητικά σενάρια, σε μια σειρά παραστάσεων των αρχών του 1970. Σε ορισμένα διαβόητα έργα, ο Burden παγιδέψει τον εαυτό του σε ένα ντουλάπι για μέρες χωρίς φαγητό, κανόνισε να πυροβοληθεί στο χέρι από πολύ κοντά και ο ίδιος είχε καρφωθεί σε ένα αυτοκίνητο. Σκηνοθετώντας σοκαριστικές καταστάσεις αυτο-ακρωτηριασμού, τα έργα του αφορούσαν στην εμπειρία και ειδικά την πραγματικότητα του πόνου και της βίας.

Earth Art (Τέχνη της γης)

Μια ευρεία ευαισθητοποίηση για το περιβάλλον και μια ανησυχία για τα θέματα της οικολογίας αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1970. Σε αυτό το πνεύμα, πολλοί Μετα-Μινιμαλιστές στράφηκαν στην ίδια τη γη, ως υλικό και θέση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο μια συγκεκριμένη περιοχή μπορούσε να γίνει αισθητή, συχνά κάνοντας ασαφή τα όρια μεταξύ της θέσης και του ίδιου του έργου. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του Βρετανού καλλιτέχνη Richard Long με τίτλο Line Made by Walking (Γραμμή φτιαγμένη περπατώντας - 1967), που παίρνει τη μορφή μιας γραμμής πάνω στο γρασίδι, ένα σημάδι που θα μπορούσε εύκολα να αγνοηθεί μέσα στο τοπίο και που αναπόφευκτα θα εξαφανιστεί με το χρόνο. Η δουλειά του Long καθ' όλη τη δεκαετία του 1970 και του 1980 τον πήγε σε όλο τον κόσμο και, γενικά, περιλάμβανε την απλή διαδικασία της δημιουργίας ίχνους με το περπάτημα ή την αναδιάταξη πετρών σε σχηματισμούς κατά μήκος ενός περάσματος. Θα κατέγραφε τη δουλειά του με φωτογραφίες και χάρτες των περιοχών που είχε επισκεφτεί.

Η δουλειά του Gordon Matta-Clark στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και του Tony Cragg στη δεκαετία του 1980, διαμόρφωσε ένα είδος αστικοποιημένες Land Art, χρησιμοποιώντας συντρίμμια και ερείπια, όπως και εγκαταλελειμμένα κτίρια, ως θέση και μέσο της τέχνης. Και πάλι, η ώθηση να ξεφύγει από το παραδοσιακό γλυπτό αντικείμενο και να μεταφέρει την τέχνη έξω από τη γκαλερί είναι χαρακτηριστικό του Μετα-Μινιμαλισμού. Αυτή η τάση της Earth Art χρησίμευσε για να τονίσει τη σπατάλη, την καταναλωτική κουλτούρα και την ανθρώπινη επίδραση στο φυσικό περιβάλλον. Σε αυτά τα έργα, η αλλαγή και το πέρασμα του χρόνου είναι σημαντικά θέματα. Η Σπειροειδής Προβλήτα (Spiral Jetty) του Robert Smithson (1970) είναι χαρακτηριστική για τη θεώρηση των θεμάτων της φθοράς, του χρόνου και της παροδικότητας ως κεντρικές συνιστώσες. Η Earth Art επισημαίνει την αστάθεια, το χρόνο, το χώρο και την εντροπία και συνδέει το θεατή - συναισθηματικά και σωματικά - με τη φύση.

Installation Art (Τέχνη της Εγκατάστασης)

Σε προέκταση της μετα-μινιμαλιστικής ανησυχία για τη χωρο-θέση και τη διερεύνηση πέρα από το παραδοσιακό αντικείμενο της τέχνης, η Installation Art (τέχνη της εγκατάστασης) αφορούσε στη δημιουργία πολύπλοκων εσωτερικών χώρων, που συμπλέκονταν με το θεατή ως ηθοποιό-συμμετέχοντα. Τα έργα του Bruce Nauman, που άρχισε να δημιουργήσει γύρω στο 1968, μετατόπισαν την εστίαση του ενδιαφέροντος από τον εαυτό του στην άμεση εμπειρία του θεατή. Απηχώντας κάποια από τη διάθεση της Body Art, οι εγκαταστάσεις του Nauman συχνά προκαλούσαν αισθήματα εγκλωβισμού, φόβου, τρόμου, άγχους και αποπροσανατολισμού. Για παράδειγμα, το Double Steel Cage Piece (διπλό κλουβί από χάλυβα) του 1974, απαιτούσε από τους επισκέπτες να βρουν το δρόμο τους μέσα από στενά περάσματα και διαδρόμους. Σε μια σειρά από έργα του με βάση τους στενά κατασκευασμένους διαδρόμους, ο Nauman ενσωμάτωνε μερικές φορές βιντεοκάμερες και οθόνες, ως ένα είδος συστήματος αυτο-επιτήρησης. Τέτοια ψυχολογικώς οδυνηρά έργα λειτούργησαν ως πρόδρομοι για τα γλυπτά που θα δημιουργούσε στις αρχές του 1980, τα οποία επηρεάστηκαν άμεσα από τις εμπειρίες των πολιτικών κρατουμένων.

Το 1974, ο Vito Acconci άρχισε, επίσης, να απομακρύνεται από τα έργα που επικεντρώνονταν στο δικό του σώμα και την εμπειρία του. Αντιμετώπιζε το θεατή στο περιβάλλον της εκάστοτε εγκατάστασής του, που συχνά συνοδευόταν από ηχογραφήσεις της φωνής του. Στη δεκαετία του 1980, ο Acconci ξεκίνησε την κατασκευή ανεστραμμένων εγκαταστάσεων, θυμίζοντας το περιβάλλον του σπιτιού, οι οποίες αποπροσανατόλιζαν και προκαλούσαν δυσφορία στους θεατές, καθώς περπατούσαν μέσα από αυτά, φέρνοντας στο νου συσχετισμούς του σπιτιού και της φυλάκισης, σε έργα του όπως το Bad Dream House (Το σπίτι των κακών ονείρων - 1988).

ΕΞΕΛΙΞΗ

Η ποικιλία των τάσεων που ο όρος Μετα-Μινιμαλισμός περιέκλειε, διήρκησε σε όλη τη δεκαετία του 1970. Ενώ το κίνημα εξασθένησε στη δεκαετία του 1980, καθώς παραδοσιακά μέσα έκφρασης όπως η ζωγραφική, σημείωναν ανάκαμψη, συνέβαλε σημαντικά στην τέχνη της δεκαετίας, θέτοντας τις βάσεις για έργα που αφορούσαν στην πολιτική ταυτότητα και τα θέματα της φυλής, του γένους και της σεξουαλικότητας. Και, πιο πρόσφατα, με την επιστροφή στη μόδα των εννοιολογικών τρόπων έκφρασης, καλλιτέχνες της μετα-μινιμαλιστικής γενιάς έχουν βιώσει μια αναγέννηση και το κίνημα, με τις μυριάδες των πτυχών του, παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα.




ΦΡΑΣΕΙΣ

"Εάν μπορείς να χειριστείς τον πηλό και να καταλήξεις σε τέχνη, μπορείς, επίσης, να χειριστείς και τον εαυτό σου έτσι. Έχει να κάνει με τη χρήση του σώματος ως εργαλείο, ως ένα αντικείμενο προς επεξεργασία."
-Bruce Nauman

"Η ζωή μου και η τέχνη δεν έχουν χωριστεί. Έχουν υπάρξει μαζί."
-Eva Hesse

"Το ατσάλι και ο χώρος ή το αντικείμενο και το κενό, γίνονται ένα και το αυτό."
-Richard Serra

"Όταν ένας καλλιτέχνης χρησιμοποιεί μια εννοιολογική μορφή τέχνης, αυτό σημαίνει ότι ο όλος σχεδιασμός και οι αποφάσεις λαμβάνονται εκ των προτέρων και η εκτέλεση είναι μια επιπόλαια υπόθεση. Η ιδέα γίνεται μια μηχανή που κάνει την τέχνη. Αυτό το είδος της τέχνης δεν είναι θεωρητικό ή ενδεικτικό των θεωριών· είναι διαισθητικό, εμπλέκεται με όλα τα είδη των νοητικών διεργασιών και είναι άσκοπο."
-Sol LeWitt, Paragraphs on Conceptual Art (Παράγραφοι για την εννοιολογική τέχνη - 1967)

"Θεωρήσεις της τάξεις είναι κατ' ανάγκη αιτιατές και ανακριβείς και άτονες. Το τυχαίο, χαλαρό στοίβαγμα, το κρέμασμα δίνουν παθητική μορφή στο υλικό. Η τύχη είναι αποδεκτή και η απροσδιοριστία υπονοείται, εφόσον η αντικατάσταση θα οδηγήσει σε μια άλλη διαμόρφωση. Η αποδέσμευση από τις προδεδικασμένες μορφές και την τάξη των πραγμάτων είναι ένας θετικός ισχυρισμός. Είναι μέρος της άρνησης του έργου να συνεχιστεί ο καλλωπισμός της φόρμας, αντιμετωπίζοντάς την ως ένα προκαθορισμένο τέλος."
-Robert Morris, Anti Form (Αντι-Φόρμα) (1968)

 

Error occured while saving commment. Please, try later.