Jackson Pollock Life and Art Periods

"Δεν έχει σημασία πώς θα εφαρμοστεί η μπογιά, από τη στιγμή που κάτι θα έχει ειπωθεί. Η τεχνική είναι απλά ένα μέσο για να φτάσεις σε μια δήλωση."

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στην έκδοση της 8ης Αυγούστου 1949, το περιοδικό Life είχε ένα άρθρο σχετικά με τον Jackson Pollock (Τζάκσον Πόλοκ) που έφερε στον τίτλο την εξής ερώτηση: "Είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή ζωγράφος στις Ηνωμένες Πολιτείες; Θα μπορούσε ένας ζωγράφος, ο οποίος εκσφενδονίζει μπογιά σε καμβάδες με ένα ραβδί, που χύνει τη μπογιά για να δημιουργήσει θολές δίνεις χρώματος και γραμμών, να θεωρηθεί σπουδαίος;" Οι κριτικοί της Νέας Υόρκης σίγουρα το πίστευαν αυτό, και η πρώιμη υπεροχή του Pollock ανάμεσα στους Αφηρημένους Εξπρεσιονιστές έχει διατηρηθεί, εδραιωμένη από το θρύλο του αλκοολισμού του και τον πρώιμο θάνατό του. Οι διάσημοι "πίνακες σταξίματος" (drip paintings), που ξεκίνησε να δημιουργεί προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940, αντιπροσωπεύουν ένα από τα πιο πρωτότυπα σύνολα έργων του αιώνα. Μερικές φορές μπορούσαν να υποδηλώσουν τη δύναμη ζωής στη φύση καθαυτή, άλλες φορές επικαλούνταν την παγίδευση του ανθρώπου - στο σώμα, στο αγχωμένο μυαλό και στο νέο, τρομακτικά μοντέρνο κόσμο.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ

Η πρώιμη, σκληρή και άστατη ζωή του Pollock, καθώς μεγάλωνε στην Αμερικανική Δύση, τον διαμόρφωσαν στον ασυνάρτητο χαρακτήρα που θα γινόταν. Αργότερα, μια σειρά επιρροών συγκεντρώθηκαν για να οδηγήσουν τον Pollock στο ώριμο ύφος του: τα χρόνια που πέρασε ζωγραφίζοντας ρεαλιστικές τοιχογραφίες, στη δεκαετία του 1930, του έδειξαν τη δύναμη της ζωγραφικής σε μεγάλη κλίμακα· ο Σουρεαλισμός υπέδειξε τρόπους να περιγράψει το ασυνείδητο· και ο Κυβισμός οδήγησε την κατανόησή του για τον χώρο της εικόνας.
Το 1939, ο Pollock ξεκίνησε να επισκέπτεται έναν ψυχαναλυτή, που λειτουργούσε με βάση τις θεωρίες του Jung (Γιούνγκ) για να θεραπεύσει τον αλκοολισμό του, και ο ψυχαναλυτής του τον ενθάρρυνε να δημιουργήσει σκίτσα. Αυτά αργότερα θα τροφοδοτούσαν τους πίνακές του, και διαμόρφωσαν την κατανόηση του Pollock για τις εικόνες του, όχι μόνο ως υπερχείλιση του δικού του μυαλού, αλλά και ως εκφράσεις που θα μπορούσαν να αναπαραστήσουν τον τρόμο όλης της σύγχρονης ανθρωπότητας, που ζούσε στη σκιά ενός πυρηνικού πολέμου.
Το μεγαλείο του Pollock έγκειται στην ανάπτυξη ενός από τα πιο ριζοσπαστικά αφηρημένα στυλ στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης, αποσπώντας τη γραμμή από το χρώμα, επαναπροσδιορίζοντας τις κατηγορίες του σχεδίου και της ζωγραφικής, και βρίσκοντας νέα μέσα για να περιγράψει τον εικονογραφικό χώρο.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ JACKSON POLLOCK

Τα πρώτα χρόνια

Ο Paul Jackson Pollock (Πωλ Τζάκσον Πόλοκ) γεννήθηκε στο Cody (Κόντυ) του Wyoming (Γουαϊόμινγκ) το 1912, και ήταν ο πέμπτος και μικρότερος γιος μιας οικογένειας με Ιρλανδο-Σκωτσέζικη καταγωγή. Ο Pollock ήταν μόλις δέκα μηνών, όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Σαν Ντιέγκο. Η δουλειά του πατέρα του ως επιθεωρητή, θα τους ανάγκαζε να μετακομίσουν επανειλημμένα στα Νοτιοδυτικά τα επόμενα χρόνια, μέχρι που, όταν ο Pollock ήταν εννέα ετών, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια, για να επιστρέψει, όταν, πλέον, ο Jackson είχε φύγει από το σπίτι. Η Δύση της παιδικής ηλικίας του Pollock παρείχε σκληρή ανατροφή, αλλά μεγάλωσε αγαπώντας τη φύση -τα ζώα και την έκταση της γης - και ενώ ζούσε στο Phoenix (Φοίνιξ) το 1923, ανακάλυψε την τέχνη των Ιθαγενών της Αμερικής.

MORE

Η αρχική εκπαίδευση

O Pollock φοίτησε στο Λύκειο Χειρωνακτικών Τεχνών (Manual Arts High School) στο Λος Άντζελες, όπου έγινε φίλος με τον Philip Guston (Φίλιπ Γκαστόν) και όπου, επίσης, γνώρισε φιλοσοφικές ιδέες, οι οποίες τον προετοίμασαν για τα μεταγενέστερα ενδιαφέροντά του στο Σουρεαλισμό και την ψυχανάλυση. Δύο από τα μεγαλύτερα αδέρφια του Pollock, ο Charles και ο Sanford, επίσης επεδίωξαν καριέρα ως καλλιτέχνες, και ήταν η δική τους ενθάρρυνση, που τον τράβηξε στη Νέα Υόρκη το 1930, όπου φοίτησε υπό τον Ρεζιοναλιστή ζωγράφο Thomas Hart Benton (Τόμας Χαρτ Μπέντον) στο Σύνδεσμο Σπουδαστών Τέχνης (Art Students League).

Στη Νέα Υόρκη τον τράβηξαν οι Παλαιοί Διδάσκαλοι (Old Masters) και ξεκίνησε να σπουδάζει ζωγραφική σε τοιχογραφία. Πόζαρε για τις τοιχογραφίες του Benton του 1930-31 στη Νέα Σχολή για Κοινωνική Έρευνα (New School for Social Research) και γνώρισε το διακεκριμένο Μεξικανό τοιχογράφο José Clemente Orozco. (Χοσέ Κλεμέντε Ορόζκο). Αργότερα πέρασε ένα καλοκαίρι παρατηρώντας τον Diego Rivera (Ντιέγκο Ριβέρα) να ζωγραφίζει τοιχογραφίες στη Σχολή των Νέων Εργατών (New Workers School), και το 1936 προσχώρησε στο Πειραματικό Εργαστήρι ενός άλλου τοιχογράφου, του David Alfaro Siqueiros (Ντέιβιντ Αλφάρο Σικουέιρος), όπου έμαθε να χρησιμοποιεί ανορθόδοξες τεχνικές ζωγραφικής. Ο καμβάς του Pollock Going West (Πηγαίνοντας Δυτικά, 1934-35), αναμιγνύει πολλές από αυτές τις επιρροές και είναι τυπικός του ύφους, που είχε εκείνη την εποχή ο καλλιτέχνης. Το 1937 του ανατέθηκε το Τμήμα Στριπόδου (Easel Division) της Διοίκησης Προόδου Έργων του Ομοσπονδιακού Καλλιτεχνικού Σχεδίου (Works Progress Administration's Federal Art Project).

Για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1930, ο Pollock ζούσε με τους αδερφούς του στο Greenwich Village (Γρίνουιτς Βίλατζ) και κατά καιρούς ήταν τόσο φτωχός, που έπρεπε να δουλεύει σαν επιστάτης και να κλέβει φαγητό για να επιβιώσει. Το 1932 ωστόσο, πήρε πρόσκληση να πάρει μέρος στην 8η Έκθεση Υδροχρομάτων, Παστέλ και Σκίτσων (8th Exhibition of Watercolors, Pastels and Drawings) από Αμερικανούς και Γάλλους Καλλιτέχνες στο Μουσείο του Μπρούκλιν, που ήταν και η πρώτη του έκθεση.

Η ώριμη περίοδος

Το 1936 ο Pollock συνάντησε εν συντομία την Lenore ("Lee") Krasner (Λενόρ "Λη" Κράσνερ). Εν καιρώ, η σχέση τους θα έφερνε κάποια από τη λιγοστή ηρεμία και ευτυχία που γνώρισε ποτέ ο Pollock. Αλλά οι δυο τους δε συναντήθηκαν ξανά μέχρι το 1941, όπου αργότερα συνδέθηκαν συναισθηματικά και παντρεύτηκαν το 1945. Εν τω μεταξύ, ο αλκοολισμός του Pollock - που ήταν πρόβλημα από την εφηβεία του - τον οδήγησε σε θεραπεία από το 1938, και έως το 1939 λάμβανε ήδη ψυχανάλυση με βάση τον Jung (Γιουνγκ). Ο ψυχαναλυτής του τον ενθάρρυνε να δημιουργεί σκίτσα για να βοηθήσει την ανάρρωσή του, και οι μέθοδοι και τα σχέδια αυτών των σκίτσων - μολονότι σχηματίστηκαν υπό την επιρροή του Miró (Μιρό), του Picasso (Πικάσο) και του Orozco (Ορόζκο) και τις θεωρίες του John Graham (Τζον Γκράχαμ) - σύντομα βρήκαν το δρόμο τους, σε έργα όπως Guardians of the Secret (Φύλακες του Μυστικού, 1943).


Παρά τα προσωπικά του προβλήματα, ο Pollock παρέμεινε ωμά βέβαιος για την τέχνη του. Η Krasner εντυπωσιάστηκε όταν είδε τη δουλειά του, στις αρχές του 1940, και τον σύστησε στο δάσκαλό της, τον Hans Hofmann (Χανς Χόφμαν). Ο Hofmann έδειξε παρόμοιο ενθουσιασμό και η συνάντησή τους άνθισε, σε μια ανθεκτική φιλία ανάμεσα στους δύο άνδρες. Λέγεται ότι ο Hofmann παρατήρησε ότι ο Pollock έπρεπε να εργάζεται περισσότερο ορμώμενος απ' τη φύση, και η απάντηση του Pollock ήταν "Δε ζωγραφίζω τη φύση, είμαι η φύση."

Η Διοίκηση της Προόδου Έργων (WPA) έληξε το 1943 και ο Pollock αναγκάστηκε να βρει μόνος του εργασία. Μαζί με διάφορες μικροδουλειές, έγινε φύλακας στο Μουσείο Μη-Αντικειμενικής Ζωγραφικής (Museum of Non-Objective Painting) - που αργότερα ονομάστηκε Guggenheim Museum - και εκεί γνώρισε την Peggy Guggenheim (Πέγκυ Γκούγκενχαιμ), η οποία τον κάλεσε να υποβάλλει έργα στη νέα της γκαλερί, Τέχνη Αυτού του Αιώνα (Art of This Century). Τελικά η Guggenheim έθεσε τον Pollock σε συμβόλαιο, και το 1943 του έδωσε την πρώτη ατομική του έκθεση, η οποία είχε καλή υποδοχή. Ο κριτικός Clement Greenberg (Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ) σημείωσε με έγκριση ότι ο Pollock είχε απορροφήσει και υπερβεί τη Μεξικάνικη ζωγραφική τοιχογραφίας, τον Picasso και το Miró. Οι εικόνες έφεραν ακόμα πολύ σχηματισμό, αν και οι αναφορές παρέμεναν κρυμμένες - όπως έλεγε και ο Pollock "Επιλέγω να καλύπτω την εικόνα."

Jackson Pollock Biography

Την ίδια εποχή, η Peggy Guggenheim του ανέθεσε, επίσης, τη δημιουργία ενός πίνακα για το χωλ της εισόδου του διαμερίσματός της στη Νέα Υόρκη. Το έργο που προέκυψε ήταν το Mural (Τοιχογραφία, 1943), που θα αποδεικνυόταν σημαντικό για τη μετάβαση του Pollock, από ένα στυλ διαμορφωμένο από τοιχογραφίες, τέχνη των Ιθαγενών της Αμερικής και Ευρωπαϊκού μοντερνισμού, προς την ώριμη τεχνική του, αυτή του σταξίματος. Και ήταν η Guggenheim, που βοήθησε και πάλι τον Pollock όταν εκείνος χρειαζόταν μια προκαταβολή για να κλείσει μια παλιά αγροικία στην πόλη The Springs (Σπρινγκς) του Long Island (Λονγκ Άιλαντ). Εκείνος και η Krasner, αγόρασαν την αγροικία το Φθινόπωρο του 1945 και παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο. Η Krasner ήλπιζε ότι η απόσταση από τις δυσκολίες και τους πειρασμούς της πόλης θα πρόσφερε μια σπουδαία ευκαιρία και στους δυο τους να επιδιώξουν τη ζωγραφική τους σε απομόνωση και ηρεμία.

Το πώς ακριβώς έφτασε ο Pollock στην τεχνική του σταξίματος έχει υπάρξει ζήτημα μακράς και ασαφούς επιστημονικής επιχειρηματολογίας, αλλά το έργο του ήδη κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940. Ξεκίνησε να χάνει τις συμβολικές εικόνες των πιο πρώιμων έργων του και αναζητούσε πιο αφηρημένα μέσα έκφρασης. Η εμπειρία του, ζωγραφίζοντας την Τοιχογραφία για το διαμέρισμα της Guggenheim ήταν επίσης σημαντική στο να τον παρακινήσει, και το 1945 ζωγράφισε το There Were Seven in Eight (Ήταν Επτά στα Οκτώ), έναν πίνακα όπου η αναγνωρίσιμη εικόνα είχε κατασταλεί πλήρως και η επιφάνεια ήταν καλυμμένη με ένα ζωηρό μπλέξιμο γραμμών. Στα επόμενα χρόνια το στυλ του έγινε ακόμα πιο τολμηρά αφηρημένο, και δημιούργησε έργα όπως το Shimmering Substance (Λαμπερή Ουσία, 1946). Τον επόμενο χρόνο ανακάλυψε την ιδέα να εκσφενδονίζει και να χύνει τη μπογιά, και με αυτόν τον τρόπο βρήκε το μέσο να δημιουργεί τους ελαφρούς, αέρινους και προφανώς αέναους ιστούς χρώματος, τους οποίους προσπαθούσε να φτάσει. Αριστουργήματα όπως το Full Fathom Five (Πλήρες Όργιο Πέντε, 1947) ήταν το αποτέλεσμα της τεχνικής αυτής. Ο Pollock είχε εκτελέσει ακόμα μία στυλιστική τούμπα και έφτασε σε μία μέθοδο, που συνέθετε τον Ιμπρεσιονισμό, το Σουρεαλισμό και τον Κυβισμό.

Το έργο του Shimmering Substance οδήγησε σε πίνακες όπως ο Number 1A ( Αριθμός 1Α, 1948), έναν μεγαλύτερο καμβά απ' ό,τι είχε συνηθίσει ο Pollock, και πυκνό με έναν εκθαμβωτικό ιστό χρώματος. Ανακάλυψε ότι μπορούσε να προσεγγίσει καλύτερα έργα όπως αυτό, τοποθετώντας τον καμβά επίπεδο στο πάτωμα, κινούμενος γύρω από αυτόν και εφαρμόζοντας μπογιά από όλες τις μεριές. Βουτώντας ένα μικρό ραβδί, ένα απλό οικιακό πινέλο ή ένα μυστρί στην μπογιά και μετά κινώντας γρήγορα τον καρπό, το χέρι και το σώμα του, επέτρεπε στο εκάστοτε εργαλείο του να στάζει και να πέφτει το χρώμα, με υφαντικούς ρυθμούς πάνω στην επιφάνεια. Η τεχνική - η επιτομή αυτού που ο κριτικός Harold Rosenberg (Χάρολντ Ρόζενμπεργκ) αποκαλούσε "ζωγραφική δράσης" (action painting) - σπάνια επέτρεπε στο πινέλο να αγγίξει απ' ευθείας τον καμβά. "Στο πάτωμα είμαι πιο άνετα", έλεγε. "Νιώθω πιο κοντά, πιο πολύ κομμάτι του πίνακα, αφού έτσι μπορώ να περπατώ γύρω του, να δουλεύω από τις τέσσερις πλευρές και κυριολεκτικά να είμαι μέσα στον πίνακα." Έτσι, τα έργα του Pollock έγιναν σημαντικά τόσο για τη διαδικασία όσο και για την παραγωγή. Έγιναν η καταγραφή της εκτέλεσης της ζωγραφικής - το παιχνίδι του μέσα και γύρω από τον καμβά, όπου μπορούσε να μπαίνει ως συμμετέχων και να αιωρείται από πάνω τους ως δημιουργός τους. "Δεν υπάρχει ατύχημα", είπε κάποτε ο Pollock, "ακριβώς όπως δεν υπάρχει αρχή ή τέλος... Καμιά φορά χάνω έναν πίνακα, αλλά δεν έχω το φόβο της αλλαγής, της καταστροφής της εικόνας, γιατί ένας πίνακας έχει τη δική του ζωή."

Jackson Pollock Drip Painting

Οι κριτικοί γρήγορα αναγνώρισαν τη δύναμη του ώριμου έργου του Pollock. Ο Greenberg, ο οποίος θα γινόταν ο πιο αφοσιωμένος και ο πιο ισχυρός υποστηρικτής του, έγραψε εκείνον τον καιρό, "Η ανωτερότητά [του], σε σχέση με τους σύγχρονούς του σε αυτή τη χώρα, έγκειται στην ικανότητά του να δημιουργεί γνήσια βίαιη και υπερβολική τέχνη, χωρίς να χάνει το στυλιστικό του έλεγχο." Όμως όταν οι πίνακες του Pollock έφτασαν σε ένα ευρύτερο κοινό, μέσω άρθρων σε περιοδικά όπως το Vogue και το Life, η αντίδραση ήταν ένα μείγμα σοκ και δυσπιστίας. Ούτε τον συνέλλεγαν ευρέως στην αρχή, έχοντας μόνο έναν μικρό κύκλο υποστηρικτών. Η εμπορική επιτυχία θα ερχόταν σύντομα, αλλά ακόμα και στο απόγειό του - αφού είχε κλείσει η Γκαλερί Τέχνης Αυτού του Αιώνα και το συμβόλαιο του Pollock το είχε αναλάβει η Betty Parsons (Μπέτυ Πάρσονς) - ο ζωγράφος λάμβανε θεραπεία για αλκοολισμό.

Ο Pollock υποτίθεται ότι παρέμεινε νηφάλιος από τα μέσα του 1948 μέχρι το τέλος του 1950, και κατά τη διάρκεια των ετών αυτών ζούσε κυρίως στο Long Island, ερχόμενος στην πόλη μόνο περιστασιακά. Το 1950, είχε μια επιτυχημένη ατομική έκθεση και, μαζί με τον Arshile Gorky (Αρσάιλ Γκόρκι) και τον Willem de Kooning (Γουίλεμ ντε Κούνινγκ,) επιλέχθηκε από το διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης (MoMA), Alfred H.Barr Jr για τη Μπιενάλε της Βενετίας. Όμως, ένα χρόνο μετά, έπινε πάλι.

Τα τελευταία χρόνια

Jackson Pollock Photo Dancing and Painting

Η ριζοσπαστική αφαίρεση του Pollock φαινόταν να αναγγέλλει μια απίστευτη νέα ελευθερία για τη ζωγραφική, όμως εκφάνσεις της αναγνωρίσιμης εικόνας συνέχιζαν να αιωρούνται στο φόντο των πινάκων του. Η ευρεία επέκταση των Blue Poles (Μπλε Πόλων, 1952) έχει υφανθεί με τη βοήθεια διαγώνιων γραμμών. Και το One: Number 31 (Ένα: Νούμερο 31, 1950) διατηρεί μία ισχυρή αίσθηση φιγούρων, που χορεύουν ρυθμικά, μέσα στην αξιοθαύμαστη ποικιλία εφφέ. Ο Pollock μπορεί να είχε εγκαταλείψει το ρεαλισμό της νιότης του, αλλά ακόμα κατάφερνε να κάνει τους πίνακές του ευφραδώς μεταφορικούς. Όπως πολλοί από τους καμβάδες του από αυτήν την εποχή, το One προκαλεί μια διάθεση μεγαλείου, που το συνδέει με την παράδοση εξαίσιου τοπίου, το οποίο εκτείνεται πίσω στον δέκατο όγδοο αιώνα. Το έργο επίσης ακτινοβολεί, σαν να ήταν διάστικτο με φως, με τον ίδιο τρόπο που ήταν οι καμβάδες του Monet (Μονέ), και πολλοί κριτικοί διαλογίστηκαν, για το αν ο Pollock επηρεάστηκε από το Γάλλο Ιμπρεσιονιστή.

Ο Pollock ποτέ δεν έχασε το ενδιαφέρον του για τη σχηματική εικόνα - όπως το έθεσε κάποτε, "Είμαι πολύ αναπαραστατικός, κάποιες φορές, και λίγο, όλες τις φορές. Αλλά όταν ζωγραφίζεις από το ασυνείδητό σου, είναι δεδομένο ότι θα αναδυθούν οι φιγούρες." Από νωρίς, σχεδόν από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, η φιγούρα έδειξε να αναδύεται ξανά στα έργα του. Μέχρι το 1950, κι ενώ άρχισε να πίνει αυξημένα, επέστρεψε στα σκίτσα, ανασταίνοντας κάποια από τα παλιά του σχέδια, και παράγοντας μία σειρά από ασπρόμαυρους πίνακες. Κάποια έργα, όπως το Yellow Islands (Κίτρινα Νησιά, 1952), ενσωματώνουν αγγίγματα χρώματος και είναι ιδιαίτερα αφηρημένα· κάποια, όπως το Echo (Ηχώ, Νούμερο 25, 1951), είναι καλλιγραφικά στο στυλ και μόνο υπολειμματικά σχηματικά· άλλα φέρουν καθαρές εικόνες κεφαλιών. Είχαν άσχημη αποδοχή, όταν ο Pollock τα εξέθεσε για πρώτη φορά, αλλά συνέχισε να τα δουλεύει καθ' όλη τη διάρκεια του 1953, την τελευταία παραγωγική του χρονιά.

Τα προσωπικά του προβλήματα αυξήθηκαν στα μεταγενέστερα χρόνια του. Άφησε τη γκαλερί της Betty Parsons και, καθώς η φήμη του προηγούταν, δυσκολεύτηκε να βρει άλλη γκαλερί. Ζωγράφισε λίγο το 1954, υποστηρίζοντας ότι δεν του είχε μείνει κάτι να πει. Το καλοκαίρι του 1956, η Krasner ταξίδεψε στην Ευρώπη, για να απομακρυνθεί από τον Pollock, και σύντομα ο ζωγράφος ξεκίνησε ένα δεσμό με την 25χρονη καλλιτέχνη Ruth Kligman (Ρουθ Κλίγκμαν), την οποία είχε γνωρίσει στο μπαρ Cedar. Στη συνέχεια, τη νύχτα της 11ης Αυγούστου 1956, ενώ ο Pollock ήταν μεθυσμένος και πήγαινε βόλτα με το αυτοκίνητο με την Kligman και τη φίλη της, Edith Metzger (Ίντιθ Μέτζγκερ), έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο ίδιος, η Metzger, και να τραυματιστεί σοβαρά η Kligman.

Jackson Pollock Image Smoking

ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ

Το άμεσο κληροδότημα του Pollock σίγουρα έγινε αισθητό από άλλους ζωγράφους. Η δουλειά του συγκέντρωσε στοιχεία Κυβισμού, Σουρεαλισμού και Ιμπρεσιονισμού και τα ξεπέρασε όλα. Δίπλα σε αυτό το επίτευγμα, ακόμα και μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο de Kooning, ο οποίος παρέμεινε πιο κοντά στον Κυβισμό και επέμεινε στη σχηματική εικόνα, έδειχναν να υπολείπονται. Και οι καλύτεροι ανάμεσα σε μεταγενέστερες γενεές ζωγράφων θα έπρεπε όλοι να αντιμετωπίσουν το επίτευγμά του, ακριβώς όπως ο Pollock πάλεψε με τον Picasso.

Ήδη από 1958, που ήταν ακόμα πρώιμο, όταν ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης της περφόρμανς (performance artist) Allan Kaprow (Άλαν Κάπροου) έθεσε ρητά το ερώτημα του κληροδοτήματος του Pollock σε ένα άρθρο για το Art News, κάποιοι είχαν ήδη ξεκινήσει να αναρωτιούνται, αν ο Pollock θα μπορούσε ακόμα και να έχει ανοίξει δρόμους έξω από το βασίλειο της ζωγραφικής. Για να δανειστούμε τα λόγια του κριτικού Harold Rosenberg, ο Pollock είχε ξαναφανταστεί τον καμβά όχι ως "έναν χώρο στον οποίο να αναπαράγει, επανασχεδιάσει, αναλύσει ή εκφράσει ένα αντικείμενο... [αλλά ως] μία αρένα στην οποία να δράσει." Και ήταν ένα μικρό βήμα από αυτή τη διαπίστωση, έως να ερμηνευτούν οι χορευτικές κινήσεις του Pollock γύρω από τον καμβά ως ένα είδος της περφόρμανς, της τέχνης της παράστασης (performance art). Από τότε, η φήμη του Pollock μόνο μεγάλωσε. Αντικείμενο πολλών βιογραφιών, μίας βιογραφικής ταινίας και μεγάλων αναδρομών, έχει γίνει όχι μόνο ένα από τα πιο διάσημα σύμβολα του αποξενωμένου μοντέρνου καλλιτέχνη, αλλά και η ενσάρκωση, για κριτικούς και ιστορικούς, του αμερικανικού μοντερνισμού στην καλύτερη εποχή του.


ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ JACKSON POLLOCK

"Η παραδοξότητα θα ξεθυμάνει και νομίζω ότι θα ανακαλύψουμε τις βαθύτερες έννοιες στη μοντέρνα τέχνη."

"Οι πίνακές μου δεν έχουν ένα κέντρο, αλλά εξαρτώνται από την ίδια ποσότητα ενδιαφέροντος σε όλη τους την έκταση."

"Όταν ζωγραφίζω δεν αντιλαμβάνομαι τι κάνω. Μόνο μετά από μια περίοδο γνωριμίας βλέπω περί τίνος πρόκειται. Δε φοβάμαι να κάνω αλλαγές γιατί ο πίνακας έχει τη δική του ζωή."

 

Error occured while saving commment. Please, try later.