"Από όλες τις τέχνες, η αφηρημένη ζωγραφική είναι η πιο δύσκολη. Απαιτεί να γνωρίζεις να σχεδιάζεις καλά, να έχεις αυξημένη ευαισθησία για τη σύνθεση και τα χρώματα και να είσαι αληθινός ποιητής. Αυτό το τελευταίο είναι απαραίτητο."
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ένας από τους πρωτοπόρους της αφηρημένης μοντέρνας τέχνης, ο Wassili Kandinsky (Βασίλι Καντίνσκι), εκμεταλλεύτηκε την υποβλητική συσχέτιση ανάμεσα στο χρώμα και τη μορφή, για να δημιουργήσει μια αισθητική εμπειρία που συνέπλεκε την όραση, τον ήχο και τα συναισθήματα του κοινού. Πίστευε ότι η ολική αφαίρεση προσέφερε τη δυνατότητα για βαθιά, υπερβατική έκφραση και ότι η αντιγραφή απ' τη φύση, μόνο παρέμβαινε σε αυτή τη διαδικασία. Έντονα εμπνευσμένος να δημιουργήσει τέχνη που επικοινωνούσε σε μία παγκόσμια αίσθηση πνευματικότητας, καινοτόμησε με μια εικονογραφική γλώσσα, που συνδεόταν μόνο χαλαρά με τον εξωτερικό κόσμο, αλλά εξέφραζε πολλά για την εσωτερική εμπειρία του καλλιτέχνη. Το οπτικό του λεξιλόγιο αναπτύχθηκε μέσα από τρεις φάσεις, μετακινούμενο από τους πρώιμους, αναπαραστατικούς του καμβάδες και το θεϊκό συμβολισμό τους, στις εκστατικές και μελοδραματικές συνθέσεις του, και τέλος στις μεταγενέστερές του, γεωμετρικές και βιομορφικές επίπεδες επιφάνειες χρώματος. Η τέχνη και οι ιδέες του Kandinsky ενέπνευσαν πολλές γενιές καλλιτεχνών, από τους φοιτητές του στο Bauhaus μέχρι τους Αφηρημένους Εξπρεσιονιστές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ WASSILY KANDINSKY
Τα πρώτα χρόνια
O Wassili (Vasily) Wassilyevich Kandinsky (Βασίλι Βασιλέγιεβιτς Καντίνσκι) γεννήθηκε στη Μόσχα από μορφωμένους, μεγαλοαστούς γονείς, μικτής εθνικής καταγωγής. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί κοντά στη Μογγολία, ενώ η μητέρα του ήταν απ' τη Μόσχα και η γιαγιά του ήταν από τη γερμανόφωνη Βαλτική. Το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας το πέρασε στην Οδησσό, μία ακμάζουσα, κοσμοπολίτικη πόλη κατοικημένη από Δυτικοευρωπαίους, Μεσογειακούς και μια ποικιλία άλλων εθνικοτήτων. Σε νεαρή ηλικία, ο Kandinsky επέδειξε μία εξαιρετική ευαισθησία προς τα ερεθίσματα των ήχων, των λέξεων και των χρωμάτων. Ο πατέρας του ενθάρρυνε το μοναδικό και πρόωρα ανεπτυγμένο χάρισμά του για τις τέχνες και τον έγραψε σε ιδιωτικά μαθήματα σχεδίου, καθώς και μαθήματα πιάνου και τσέλο. Παρά την πρώιμη έκθεσή του στις τέχνες, ο Kandinsky δε στράφηκε στη ζωγραφική πριν την ηλικία των 30 ετών. Αντίθετα, μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας το 1886 για να σπουδάσει νομικά, εθνογραφία και οικονομικά. Παρά τη νομική εστίαση των ακαδημαϊκών του επιδιώξεων, το ενδιαφέρον του Kandinsky για το χρωματικό συμβολισμό και τα αποτελέσματά του στην ανθρώπινη ψυχή μεγάλωνε, κατά τη διαμονή του στη Μόσχα. Συγκεκριμένα, ένα εθνογραφικό, ερευνητικό ταξίδι το 1889 στην περιοχή Vologda, στη βορειοδυτική Ρωσία, ξύπνησε ένα ενδιαφέρον για τη λαϊκή τέχνη, το οποίο ο Kandinsky κουβαλούσε μέσα του σε όλη του την καριέρα. Μετά την απόκτηση του πτυχίου του το 1892, ξεκίνησε την καριέρα του στη νομική εκπαίδευση, δίνοντας διαλέξεις στο πανεπιστήμιο.
Η αρχική εκπαίδευση
Παρά την επιτυχία του ως εκπαιδευτικός, ο Kandinsky εγκατέλειψε την καριέρα του ως καθηγητής νομικής για να φοιτήσει σε σχολή τεχνών στο Μόναχο το 1896. Για τα πρώτα δύο χρόνια του στο Μόναχο, φοίτησε στη σχολή τεχνών του Anton Azbe (Αντόν Αζμπέ) και το 1900 σπούδασε υπό τον Franz von Stuck (Φραντς φον Στουκ) στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη σχολή του Azbe γνώρισε ομοϊδεάτες του όπως ο Alexei Jawlensky (Αλεξέι Γιαβλένσκι), ο οποίος σύστησε τον Kandinsky στην καλλιτεχνική πρωτοπορία του Μονάχου. Το 1901, μαζί με άλλους τρεις νεαρούς καλλιτέχνες, ο Kandinsky συνίδρυσε τη "Phalanx" (Φάλαγγα) - ένα καλλιτεχνικό σωματείο αντίθετο στις συντηρητικές απόψεις των παραδοσιακών καλλιτεχνικών θεσμών. Η Φάλαγγα επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε μία σχολή τεχνών, όπου δίδασκε ο Kandinsky, και μία ομάδα εκθέσεων. Σε μία από τις τάξεις του στη Σχολή της Φάλαγγας, γνώρισε και σύναψε σχέσεις με τη μαθήτριά του Gabriele Munter (Γκαμπριέλε Μούντερ), η οποία έγινε η σύντροφός του για τα επόμενα 15 χρόνια. Καθώς ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική μαζί με τη Munter, από το 1903 έως το 1909, ο Kandinsky εξοικειώθηκε με το αναπτυσσόμενο κίνημα των Εξπρεσιονιστών και ανέπτυξε το δικό του ύφος, βασισμένο στις διαφορετικές καλλιτεχνικές πηγές που συνάντησε στα ταξίδια του.
Ο Kandinsky ζωγράφισε το επαναστατικό έργο του Der Blaue Reiter (O Γαλάζιος Καβαλάρης - 1903) κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου. Αυτό το πρώιμο έργο αποκάλυψε το ενδιαφέρον του στις αποσπασματικές, βασισμένες στη φιγούρα σχέσεις, και τη χρήση του χρώματος για να εκφράσει συναισθήματα αντί για παρουσία - δύο απόψεις που θα κυριαρχούσαν στο ώριμο ύφος του. Το 1909, ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της "Οργάνωσης την Νέων Καλλιτεχνών του Μονάχου" (Neue Kunstlervereinigung Munchen, NKVM), μίας ομάδας που αναζητούσε να περιλάβει τους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, των οποίων οι πρακτικές ήταν υπερβολικά ριζοσπαστικές για τους παραδοσιακούς οργανισμούς και Ακαδημίες εκείνης της εποχής. Οι πίνακές του απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο από τον περιβάλλοντα κόσμο, καθώς βαθμιαία βελτίωνε το στυλ του. Άρχισε να δίνει στα έργα του τίτλους όπως "Αυτοσχεδιασμός", "Σύνθεση" ή "Εντύπωση", για να τονίσει ακόμα περισσότερο την απόστασή τους από τον αντικειμενικό κόσμο και συνέχισε να χρησιμοποιεί παρόμοιους τίτλους σε όλο το υπόλοιπο της καριέρας του.
Η ώριμη περίοδος
Το 1911, σε απάντηση προς την απόρριψη ενός πίνακα του Kandinsky από την ετήσια έκθεση της Οργάνωσης την Νέων Καλλιτεχνών του Μονάχου, ο Kandinsky και ο Franz Marc (Φραντς Μαρκ) οργάνωσαν μία αντίπαλη έκθεση και συνίδρυσαν το "Γαλάζιο Καβαλάρη" (Der Blaue Reiter - μία χαλαρή οργάνωση εννέα Εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών, που συμπεριελάμβανε τους August Macke (Ωγκούστ Μακέ), Munter (Μούντερ) και Jawlensky (Γιαβλένσκι). Αν και οι στόχοι και οι προσεγγίσεις τους διέφεραν από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη, σε γενικές γραμμές η ομάδα πίστευε στην προώθηση της μοντέρνας τέχνης και τη δυνατότητα πνευματικής εμπειρίας, μέσω των συμβολικών συσχετίσεων του ήχου και του χρώματος - δυο θέματα πολύ κοντά και αγαπητά στην καρδιά του Kandinsky. Παρά τις ομοιότητες ανάμεσα στο όνομα της ομάδας και τον τίτλο του πίνακα του Kandinsky απ' το 1903, οι καλλιτέχνες στην πραγματικότητα κατέληξαν στο όνομα "Der Blaue Reiter", ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της αγάπης του Marc για τα άλογα και του ενδιαφέροντος του Kandinsky για το συμβολισμό του αναβάτη, συνδυασμένα με την προτίμηση αμφότερων των καλλιτεχνών στο γαλάζιο χρώμα. Κατά τη σύντομη διάρκειά της, η ομάδα εξέδωσε μία ανθολογία (Το Ημερολόγιο του Γαλάζιου Καβαλάρη) και διοργάνωσε τρεις εκθέσεις. Επιπροσθέτως, ο Kandinsky εξέδωσε το "Σχετικά με την Πνευματικότητα στην Τέχνη" (Concerning the Spiritual in Art - 1911), την πρώτη του θεωρητική πραγματεία πάνω στο αφηρημένο, όπου εξέφραζε τη θεωρία του ότι ο καλλιτέχνης είναι πνευματικό ον, που επικοινωνεί και επηρεάζεται μέσω των γραμμών, του χρώματος και της σύνθεσης. Δημιούργησε τόσο αφηρημένα όσο και αναπαραστατικά έργα κατά τη διάρκεια της εποχής εκείνης, αλλά επέκτεινε το ενδιαφέρον του στη μη-αντικειμενική ζωγραφική. Το έργο του Composition VII (Σύνθεση VII - 1913) ήταν ένα πρώιμο παράδειγμα των συνθέσεών του με πνευματικές, συναισθηματικές και μη-αναφορικές μορφές μέσω σύνθετων μοτίβων και λαμπερών χρωμάτων. Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 οδήγησε στη διάλυση της ομάδας του Γαλάζιου καβαλάρη, αλλά παρά τη μικρή της διάρκεια, η ομάδα εισήγαγε και επηρέασε σε βάθος το γερμανικό εξπρεσιονιστικό ύφος.
Όταν η Γερμανία κύρηξε τον πόλεμο στη Ρωσία, ο Kandinsky αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ταξίδεψε στην Ελβετία και τη Σουηδία με τη Munter για σχεδόν δύο χρόνια, αλλά επέστρεψε στη Μόσχα στις αρχές του 1916, κάτι που έδωσε τέλος στη σχέση τους. Στη Μόσχα, φλέρταρε και παντρεύτηκε με τη Nina Andreevskaia, τη νεαρή κόρη ενός τσαρικού συνταγματάρχη. Το διάστημα που ήταν εκεί, όχι μόνο εξοικειώθηκε με την τέχνη των Κονστρουκτιβιστών και Σουπρεματιστών όπως ο Vladimir Tatlin (Βλαντιμίρ Τάτλιν) και ο Kazimir Malevich (Καζιμίρ Μαλέβιτς), αλλά και ζούσε στο ίδιο κτίριο με τον Aleksander Rodchenko (Αλεξάντρ Ροντσένκο), και γνώρισε κι άλλους φωτεινούς πρωτοπόρους, όπως ο Naum Gabo (Ναούμ Γκάμπο), η Lyubov Popova (Λιουμπόβ Ποπόβα) και η Varvara Stepanova (Βαρβάρα Στεπάνοβα). Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, τα σχέδια του Kandinsky να χτίσει ένα ιδιωτικό σχολείο και ένα στούντιο ανατράπηκαν από την αναδιανομή του ιδιωτικού πλούτου από τους Κομμουνιστές, οπότε δούλεψε με τη νέα κυβέρνηση, για να αναπτύξει καλλιτεχνικούς οργανισμούς και σχολές. Παρά τη συμμετοχή του στην ανάπτυξη των επίσημα εγκεκριμένων νέων θεσμών, ένιωθε όλο και περισσότερο απομακρυσμένος από την πρωτοπορία. Η αναζήτησή του για πνευματικότητα στην τέχνη δεν ταυτιζόταν με την ωφελιμιστική αισθητική της νέας κυβέρνησης και των καλλιτεχνών που εναγκάλιζε.
Το 1921, όταν ο αρχιτέκτονας Walter Gropius (Βάλτερ Γκρόπιους) προσκάλεσε τον Kandinsky στη Γερμανία για να διδάξει στη σχολή του Bauhaus (Μπάουχαους) της Βαϊμάρης, εκείνος δέχτηκε και μετακόμισε στο Βερολίνο με τη γυναίκα του, κερδίζοντας τη Γερμανική υπηκοότητα, το 1928. Ως μέλος της καινοτόμου σχολής, η καλλιτεχνική φιλοσοφία του Kandinsky στράφηκε προς τη σημασία των γεωμετρικών στοιχείων - ιδιαίτερα τους κύκλους, τα ημικύκλια, τις ευθείες γραμμές, τις γωνίες, τα τετράγωνα, τα μοτίβα σκακιέρας και τα τρίγωνα. Το 1926, εξέδωσε το δεύτερο σπουδαίο θεωρητικό έργο του, το "Σημείο και Γραμμή στο Επίπεδο", όπου περιέγραφε τις ιδέες του για μια "επιστήμη της ζωγραφικής". Και στα έργα του αλλά και στη θεωρία του, μετακινήθηκε από τη ρομαντική, ενστικτώδη έκφραση των προπολεμικών καμβάδων του σε μια έμφαση στις εποικοδομητικά οργανωμένες συνθέσεις.
Τα τελευταία χρόνια
Όταν οι Ναζί έκλεισαν τη σχολή Bauhaus το 1933, ο Kandinsky αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι του στη Γερμανία και να μετακομίσει στη Γαλλία, όπου παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Μαζί με τη σύζυγό του Nina, εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό διαμέρισμα σε ένα προάστιο του Παρισιού, το Neuilly-sur-Seine, και τους δόθηκε η Γαλλική υπηκοότητα το 1939. Όσο διέμενε στη Γαλλία, το ύφος του και πάλι άλλαξε και πειραματίστηκε με βιομορφικά σχήματα, τα οποία ήταν πιο οργανικά από τα σκληρά γεωμετρικά σχήματα των πινάκων του στο Bauhaus. Αν και συνέχισε να ζωγραφίζει μέχρι την τελευταία του χρονιά, η απόδοση του Kandinsky έπεσε κατά τη διάρκεια του πολέμου και η τέχνη του δεν ήταν πια ευνοούμενη, καθώς οι εικόνες του Κυβισμού και του Σουρεαλισμού άρχιζαν να κυριαρχούν στην Παρισινή πρωτοπορία. Παρά την απόστασή του από την "πρώτη γραμμή" της αισθητικής, ο Kandinsky συνέχισε να εκλεπτύνει το ύφος του και επαναχρησιμοποίησε πολλά από τα προηγούμενα θέματα και στυλ του, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, συνθέτοντας στοιχεία από όλο το σύνολο των έργων του σε τεράστια, σύνθετα έργα. Το ώριμο ύφος του συνδύασε την εκφραστική παλέτα των πρώιμων μη-αντικειμενικών Συνθέσεων, από τις αρχές του 1910, με τα πιο δομημένα στοιχεία, που εξερεύνησε όταν ήταν στο Bauhaus, καθώς και τα βιομορφικά σχήματα, που έγιναν δημοφιλή από τους Σουρεαλιστές, όπως ο Joan Miró (Χοάν Μιρό) και ο Jean Arp (Ζαν Αρπ).
Οι Ναζί κατάσχεσαν 57 από τους καμβάδες του κατά την κάθαρσή τους της "έκφυλης τέχνης" το 1937, αλλά παρά τη φασιστική απαγόρευση ενάντια στην τέχνη του, Αμερικανοί προστάτες των τεχνών - ιδιαίτερα ο Solomon R. Guggenheim (Σόλομον Ρ. Γκούγκενχαιμ) - συνέλλεγαν με μανία τα αφηρημένα έργα του. Τα έργα του έγιναν το κλειδί για τη διαμόρφωση της αποστολής του μουσείου, που ο Guggenheim σχεδίαζε να ανοίξει, αφιερωμένο στη μοντέρνα, πρωτοποριακή τέχνη. Με πάνω από 150 έργα στη συλλογή του μουσείου, ο Kandinsky έγινε γνωστός ως ο "προστάτης άγιος του Guggenheim". Πέθανε το Δεκέμβριο του 1944 σε σχετική, αλλά ήρεμη, απομόνωση.
ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ
Τόσο το καλλιτεχνικό όσο και το θεωρητικό έργο του Kandinsky έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη φιλοσοφική θεμελίωση μεταγενέστερων μοντέρνων κινημάτων, ιδιαίτερα του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού και των παραλλαγών του, όπως η ζωγραφική του χρωματικού πεδίου (color field painting). Τα μεταγενέστερα, βιομορφικά έργα του είχαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη ενός μη-αντικειμενικού στυλ απ' τον Arshile Gorky (Αρσίλ Γκόρκι), το οποίο με τη σειρά του βοήθησε στη διαμόρφωση της αισθητικής της Σχολής της Νέας Υόρκης. Ο Jackson Pollock (Τζάκσον Πόλοκ) ενδιαφερόταν για τους τελευταίους πίνακες του Kandinsky και ήταν γοητευμένος από τις θεωρίες του για τις εκφραστικές δυνατότητες της τέχνης, ιδιαίτερα την έμφασή του στην αυθόρμητη δραστηριότητα και στο υποσυνείδητο. Η ανάλυση του Kandinsky για τις αισθητικές ιδιότητες του χρώματος είχε τεράστια επιρροή σε όσους εφάρμοσαν τη ζωγραφική του χρωματικού πεδίου, όπως ο Mark Rothko (Μαρκ Ρόθκο), ο οποίος έδωσε έμφαση στην αλληλεξάρτηση των αποχρώσεων για το συγκινησιακό δυναμικό τους. Ακόμα και οι καλλιτέχνες στα 1980, δουλεύοντας στην αναβίωση του Νεο-Εξπρεσιονισμού στη ζωγραφική, όπως ο Julian Schnabel (Τζούλιαν Σνάμπελ) και ο Philip Guston (Φιλίπ Γκαστόν), εφάρμοσαν τις ιδέες του, σε ότι αφορά στην εσωτερική έκφραση του καλλιτέχνη στον καμβά, στη μεταμοντέρνα δουλειά τους. Ο Kandinsky έστησε το σκηνικό για ένα μεγάλο μέρος της εκφραστικής μοντέρνας τέχνης, που δημιουργήθηκε τον εικοστό αιώνα.
ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ WASSILY KANDINSKY
"Τα αντικείμενα καταστρέφουν τις εικόνες."
"Το χρώμα είναι το κλειδί. Το μάτι είναι το σφυρί. Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές του. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που, αγγίζοντας το ένα ή το άλλο πλήκτρο, κάνει αυτόματα την ψυχή να δονείται."
"Το πραγματικό έργο τέχνης γεννιέται από τον καλλιτέχνη: μία μυστήρια, αινιγματική και μυστικιστική δημιουργία. Αποκολλάται από εκείνον, αποκτά αυτόνομη ζωή, γίνεται μια προσωπικότητα, ένα ανεξάρτητο υποκείμενο, αποκτώντας ψυχή με μία πνευματική ανάσα, το ζωντανό υποκείμενο μιας πραγματικής ύπαρξης ενός όντος."