Willem de Kooning Life and Art Periods

"Η τέχνη ποτέ δε φαίνεται να με κάνει ήρεμο ή αγνό. Πάντα φαίνομαι να είμαι τυλιγμένος στο μελόδραμα της χυδαιότητας"

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μετά τον Jackson Pollock, (Τζάκσον Πόλοκ), o de Kooning (ντε Κούνιγκ) ήταν ο πιο σημαντικός και φημισμένος ζωγράφος του κινήματος του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού. Οι πίνακές του είναι τυπικοί του έντονου χειρονομιακού στυλ του κινήματος και εκείνος, ίσως, έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε από τους συγχρόνους του, για να αναπτύξει ένα δραστικά αφηρημένο στυλ ζωγραφικής, που συγχώνευε τον Κυβισμό, το Σουρεαλισμό και τον Εξπρεσιονισμό. Αν και καθιέρωσε τη φήμη του με μία σειρά από εντελώς αφηρημένους πίνακες, ένιωθε μια έντονη έλξη προς την παραδοσιακή θεματολογία και, τελικά, θα γινόταν πιο διάσημος για τους πίνακές του με γυναίκες, τους οποίους ζωγράφιζε σε βραχέα διαστήματα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Αργότερα στράφηκε στα τοπία, τα οποία ήταν επίσης ευρέως αναγνωρισμένα, και τα οποία συνέχισε να ζωγραφίζει ακόμα και όταν μπήκε στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, όταν το μυαλό του ήταν σημαντικά κατεστραμμένο από τη νόσο του Αλτζχάιμερ.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ

Ο De Kooning ήταν ισχυρά αντίθετος με τους περιορισμούς που επιβάλλονταν από τις ονομασίες των κινημάτων και, ενώ γενικά θεωρούνταν ως Αφηρημένος Εξπρεσιονιστής, ποτέ δεν εγκατέλειψε πλήρως την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής. Οι πίνακές του με γυναίκες παρουσιάζουν μία μοναδική ανάμιξη χειρονομιακού αφηρημένου ύφους και μορφοποίησης. Επηρεασμένος βαθιά από τον Κυβισμό του Picasso, ο de Kooning έγινε αυθεντία στο να αναμιγνύει διφορούμενα τη μορφή και το φόντο στις εικόνες του, ενώ διαμέλιζε, επανασυναρμολογούσε και παραμόρφωνε τις μορφές του, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Αν και είναι γνωστός για το ότι διαρκώς εργαζόταν ξανά και ξανά πάνω στους καμβάδες του, ο de Kooning συχνά τους άφηνε με μια αίσθηση δυναμικής ατέλειας, σαν οι μορφές να ήταν ακόμα στη διαδικασία του να κινούνται, να τακτοποιούνται και να έρχονται σε σαφήνεια. Υπό αυτήν την έννοια, οι πίνακές του διευκρινίζουν τη "ζωγραφική δράσης" (action painting) - είναι σαν καταγραφές μίας βίαιης συνάντησης, αντί για ολοκληρωμένα έργα, σύμφωνα με την παράδοση των παλαιών Καλών Τεχνών (Beaux Arts), όσον αφορά την υψηλή ζωγραφική.
Αν και έφτασε να ενσαρκώνει τη δημοφιλή εικόνα του απόλυτου αρσενικού καλλιτέχνη, που έπινε συστηματικά - και η πιο διάσημη σειρά του Women (Γυναίκες) φαίνεται ζωγραφισμένη με θυμωμένο σφρίγος - ο de Kooning προσέγγιζε την τέχνη του με προσεκτική σκέψη και θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους γνώστες, ανάμεσα στους καλλιτέχνες που σχετίζονταν με τη Σχολή της Νέας Υόρκης (New York School). Μνημονεύεται ότι κατείχε τη μεγαλύτερη ικανότητα και τις πιο τελειοποιημένες τεχνικές ανάμεσα στους ζωγράφους της νεοϋορκέζικης Σχολής, κάτι που τον συγκρίνει με τους Παλαιούς Διδασκάλους (Old Masters), και ανέτρεχε σε καλλιτέχνες όπως ο Ingres (Ενγκρ), o Rubens (Ρούμπενς) και o Rembrant (Ρέμπραντ) για έμπνευση.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ WILLEM DE KOONING

Τα πρώτα χρόνια και η αρχική εκπαίδευση

Γεννημένος στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας το 1904, ο Willem de Kooning (Βίλεμ ντε Κούνιγκ) μεγάλωσε κυρίως με τη μητέρα του, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια μπαρ, μετά το διαζύγιο των γονιών του, όταν εκείνος ήταν τριών ετών. Βρήκε την κλίση του νωρίς και άφησε το σχολείο, όταν ήταν δώδεκα ετών, για να μαθητεύσει σε μία εταιρία εμπορικού σχεδίου και διακόσμησης. Επίσης, φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και Τεχνικών του Ρότερνταμ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ενδιαφέρθηκε για το Jugendstill (Νέο Στυλ), τη Γερμανική παραλλαγή της Art Nouveau (Αρ Νουβό), και οι οργανικές μορφές του κινήματος αυτού ήταν πολύ σημαντικές στη διαμόρφωση του πρώιμου ύφους του. Ωστόσο, γρήγορα την προσοχή του απέσπασε το ανοδικής πορείας Ολλανδικό κίνημα De Stijl (Ντε Στιλ), με το ενδιαφέρον του να επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην έμφαση του κινήματος στην καθαρότητα του χρώματος και της μορφής, και τη αντίληψη του καλλιτέχνη ως μάστορα.

Αφού έζησε για ένα χρόνο στο Βέλγιο το 1934, ο de Kooning επέστρεψε στο Ρότερνταμ, πριν να ταξιδέψει ως λαθρεπιβάτης στις Ηνωμένες Πολιτείες, φτάνοντας στη Βιρτζίνια τον Αύγουστο του 1926. Για να φτάσει στη Βοστώνη δούλεψε σε ένα πλοίο που μετέφερε κάρβουνο, και στη συνέχεια εργάστηκε ως βαφέας σπιτιών στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϋ, πριν να μετακομίσει πέρα απ' τον ποταμό Χάντσον, στο Μανχάταν. Εκεί εργάστηκε στην εμπορική τέχνη, σχεδίασε βιτρίνες και παρήγαγε διαφημίσεις μόδας, εργασίες που θα τον ανάλωναν για πολλά χρόνια. Ο de Kooning ακόμα δε μπορούσε να αφοσιωθεί στην τέχνη που αγαπούσε, αλλά θεώρησε την καλλιτεχνική κοινότητα της Νέας Υόρκης υπερβολικά πολύτιμη για να την εγκαταλείψει· όταν του προσφέρθηκε εργασία με μισθό στη Φιλαδέλφεια, σχολίασε ότι θα προτιμούσε να είναι φτωχός στη Νέα Υόρκη, παρά πλούσιος στη Φιλαδέλφεια.

Willem de Kooning Biography

Πολλοί καλλιτέχνες αποδείχθηκαν σημαντικοί για την εξέλιξή του, αυτά τα πρώτα χρόνια. Εκτιμούσε το παράδειγμα του ευγενικού μοντερνισμού του Stuart Davis (Στιούαρτ Ντέιβις), όπως επίσης και τις ιδέες του John Graham (Τζον Γκρέιαμ), αλλά ο Arshile Gorky (Άρσιλ Γκόρκι) θα γινόταν η μεγαλύτερη στυλιστική επιρροή του de Kooning -"Συνάντησα πολλούς καλλιτέχνες", είπε κάποτε, "αλλά μετά συνάντησα τον Gorky." Ο Gorky είχε περάσει χρόνια δουλεύοντας μέσα από τον Κυβισμό του Picasso και, μετά, μέσα από το Σουρεαλισμό του Miró πριν να φτάσει στο δικό του ώριμο ύφος, και στα επόμενα χρόνια ο de Kooning θα ακολουθούσε παρόμοιο μονοπάτι: εντυπωσιάστηκε από δύο μεγάλες εκθέσεις που είδε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ) τo 1936, "Κυβισμός και Αφηρημένη Τέχνη" (Cubism and Abstract Art) και "Φανταστική Τέχνη, Ντανταϊσμός και Σουρεαλισμός" (Fantastic Art, Dada, and Surrealism) και επηρεάστηκε δυναμικά, από μία αναδρομή για τον Picasso, που παρουσιάστηκε στο ίδιο μουσείο το 1939.

Ο de Kooning δούλεψε σε έργα για την Υπηρεσία Προόδου Έργων (WPA) στο τμήμα τοιχογραφίας, από το 1935 έως το 1937, και για πρώτη φορά μπόρεσε να συγκεντρωθεί πλήρως στην υψηλή τέχνη, αντί της εμπορικής ζωγραφικής. Το δίκτυό του επεκτάθηκε, ώστε να συμπεριλάβει τον Harold Rosenberg, (Χάρολντ Ρόζενμπεργκ), τον κριτικό τέχνης, που αργότερα τον ανακήρυξε ως ηγέτη στη ζωγραφικής δράσης. Και το 1936 συμπεριλήφθηκε στο σόου Νέοι Ορίζοντες στην Αμερικάνικη Τέχνη (New Horizons in American Art) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA). Οι άντρες ήταν τα κύρια θέματά του κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου και, αν και ήταν συχνά σε παραδοσιακές πόζες, οι μορφές των σωμάτων, όπως στο The Glazier (Ο Υαλουργός, περίπου το 1940), ήταν δραστικά παραμορφωμένα και τα επίπεδα ήταν ισοπεδωμένα. Ο de Kooning συχνά αγωνιζόταν με κάποιες λεπτομέρειες στα πορτρέτα του - μαλλιά, χέρια και ώμους - και αυτό ενθάρρυνε μία συνήθεια, να ξύνει και να ξαναδουλεύει περιοχές των πινάκων του, που τους άφηναν να φαίνονται ατελείς. Ζωγράφιζε επίσης ιδιαίτερα αφηρημένες εικόνες τότε, που, όπως το The Wave (Το Κύμα, περίπου 1942-44) χαρακτηρίζονται από επίπεδες, βιομορφικές φόρμες, παρόμοιες με αυτές που είχαν αρχικά προσελκύσει το νεαρό καλλιτέχνη στο Jugendstill.

Willem de Kooning Photo

Το 1938, ο de Kooning πήρε την Elaine Fried (Ελέιν Φριντ) ως μαθητευόμενη· έγινε σύζυγός του, το 1943, και με τον καιρό θα γινόταν μια εξέχουσα Αφηρημένη Εξπρεσιονίστρια με τη σειρά της. Οι δυο τους είχαν μια θυελλώδη σχέση, γεμάτη αλκοόλ, η οποία είχε περαιτέρω δυσκολίες, λόγω εξωσυζυγικών σχέσεων και από τις δύο πλευρές. Μετά το χωρισμό τους το 1950, ο de Kooning απέκτησε παιδί με μια άλλη γυναίκα, και ακόμα είχε δεσμό με τη Ruth Kligman (Ρουθ Κλίγκμαν), την τέως ερωμένη του Jackson Pollock, που επέζησε του δυστυχήματος που τον σκότωσε. Ωστόσο, η Elaine και ο Willem επανασυνδέθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έμειναν μαζί ως το θάνατό της το 1989.

MORE

Η ώριμη περίοδος

Ο de Kooning έκανε τις πρώτες σημαντικές συνεισφορές στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Ισοπέδωσε τον εικονογραφικό χώρο στους πίνακές του και απλοποίησε το χρώμα. Η μορφή παρέμεινε παρούσα, αν και σε έργα όπως το Pink Angels (Ροζ Άγγελοι, περίπου το 1945) ήταν άυλη και διασκορπισμένη μέσα στον καμβά, και ήταν δύσκολο να εξαχθεί από το φόντο. Η σύνθετη σχέση, ανάμεσα στη μορφή και το υπόβαθρο, παρέμεινε το κεντρικό χαρακτηριστικό στο ύφος του de Kooning και είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές ιδιότητες μεταγενέστερων συνθέσεων, όπως η Woman I (Γυναίκα Ι, 1950-52).

Ο de Kooning ξεκίνησε μία σειρά ασπρόμαυρων αφηρημένων συνθέσεων, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, καθώς, όπως λέγεται, δε μπορούσε να αγοράσει ακριβές χρωστικές ουσίες και έπρεπε να στραφεί σε οικιακό σμάλτο. Κυριαρχούσαν στην πρώτη του ατομική έκθεση, η οποία παρουσιάστηκε στη Γκαλερί Charles Egan, το 1948, και ήταν καθοριστικές στην εδραίωση της φήμης του. Συνέχισε να δουλεύει πάνω σε αυτές μέχρι το τέλος της δεκαετίας, επιτρέποντας τελικά στο χρώμα να εισχωρήσει σε μεταγενέστερα έργα όπως το Excavation (Εκσκαφή, 1950).

Ο de Kooning πιθανώς είναι πιο γνωστός για τους πίνακές του με γυναίκες. Εργάστηκε πάνω σε αυτούς, σε διάφορα διαστήματα μέσα σε μια περίοδο 30 ετών, ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 1940, αν και πρώτη φορά τους εξέθεσε το 1953, στη Γκαλερί Sidney Janis. Στο κέντρο της έκθεσης αυτής ήταν το Woman I, ένας πίνακας που ο de Kooning ξεκίνησε το 1950 και ολοκλήρωσε το καλοκαίρι του 1952. Η διαδικασία δημιουργίας του πίνακα έγινε διάσημη, όχι μόνο από μια σειρά φωτογραφιών που τραβήχτηκαν από τον Rudy Burckhardt, αλλά και από το άρθρο του Thomas B.Hess "Ο Willem de Kooning ζωγραφίζει έναν πίνακα", στο οποίο περιέγραψε τη διαδικασία δημιουργίας του πίνακα, ως ένα ταξίδι που περιελάμβανε εκατοντάδες αναθεωρήσεις και ολοκληρώθηκε μόλις λίγα λεπτά πριν το έργο φορτωθεί στο φορτηγό, που θα το μετέφερε στη γκαλερί.

Willem de Kooning Image

Το έργο Woman I αγοράστηκε από τη Γκαλερί Janis για το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ), κάτι που επιβεβαίωσε τη σημασία του στα μάτια πολλών κριτικών, όμως όλη η σειρά "Women" (Γυναίκες) έγινε αμφιλεγόμενο θέμα συζήτησης, για πολλούς άλλους λόγους. Η έκθεση που έκανε ο de Kooning το 1948, τον είχε καταστήσει αρχηγό μίας νέας γενιάς ζωγράφων, που έμοιαζαν όλοι να ενδιαφέρονται να καταστείλουν το αφηγηματικό περιεχόμενο και τη μορφοποίηση από τους πίνακές τους. Τώρα ο de Kooning είχε επανασυστήσει τη μορφή και κάποιοι σχολιαστές - συμπεριλαμβανομένου και του κριτικού Clement Greenberg (Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ) - ένιωθαν ότι ήταν ένα βήμα προς τα πίσω. Ο ζωγράφος διαφωνούσε: "Ποιο είναι το πρόβλημα;", είπε κάποτε, "όλο αυτό έχει να κάνει με την ελευθερία." Και σε μία άλλη περίπτωση, ο de Kooning σχολίασε ότι "η σάρκα ήταν ο λόγος για τον οποίο ανακαλύφθηκε η ελαιογραφία."

Οι πίνακες του de Kooning ήταν επίσης αναπόφευκτα αμφιλεγόμενοι, λόγω της βίαιης παραμόρφωσης των μορφών - ένας από τους εμπόρους του καλλιτέχνη είπε κάποτε, ότι οι καμβάδες του είχαν τρύπες που δημιουργήθηκαν από τη βιαιότητα που είχαν οι πινελιές του. Οι πίνακες ήταν, εν μέρει, εμπνευσμένοι από εικόνες γυναικών σε δημοφιλή περιοδικά: για να δημιουργήσει το στόμα στο Woman I, ο de Kooning έκοψε τα χείλη από μία φωτογραφία και τα κόλλησε απευθείας πάνω στον καμβά. Άλλοι υπερασπίστηκαν τη σειρά, ως αρχέτυπα εμπνευσμένα από το έργο τόσο των Παλαιών Διδασκάλων όσο και των μοντέρνων καλλιτεχνών. Από τους πιο πολυμαθείς ανάμεσα στους καλλιτέχνες της Σχολής της Νέας Υόρκης, ο de Kooning είχε βουτηχτεί στην ιστορία της τέχνης και θεωρούσε την Odalisque (Οδαλίσκη, 1814) του Ingres ως έναν από τους κυριότερους προγόνους της σειράς - αν και ήταν, επίσης, προσεκτικός στο να ιχνηλατεί όλη τη γενεαλογία της σειράς: "Δε ζωγραφίζω με ιδέες της τέχνης στο μυαλό, " είπε, "Βλέπω κάτι που με ενθουσιάζει. Γίνεται το περιεχόμενό μου."

Άλλοι εξέφρασαν αποστροφή για τη σειρά. Η κριτικός Emily Genauer έγραψε στην εφημερίδα Newsday το 1969 "[ο de Kooning] βασανίζει [τις γυναίκες], τις χτυπά, τις τεντώνει σε σχάρες, τις ζωγραφίζει και τις καταλύει... Δεν είναι καθαυτή η περιφρόνηση στα έργα του de Kooning, που έχω στο νου μου. Είναι η απουσία ολοκλήρωσης και ποικιλίας από ένα μεγάλο ταλέντο, που φαίνεται να έχει αλυσοδεθεί σε ένα λάγνο, στύλο τοτέμ με μάτι λύγκα." Και, ακόμα και σήμερα, πολλοί αντιπαθούν τα έργα της σειράς, γι' αυτό που τους μοιάζει ως μία μισογυνιστική απεικόνιση της γυναίκας, ως ο "τερατώδης άλλος."

Ωστόσο, η σειρά έδωσε ακόμα μία ώθηση, στην ολοένα αυξανόμενη φήμη του de Kooning, και εκείνος τη συνέχισε, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Δημοσίευσε επίσης το πρώτο γραπτό έργο του, βασισμένο σε μια διάλεξη που είχε δοθεί στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ), με τίτλο "Τί Σημαίνει Για Μένα Αφηρημένη Τέχνη". Σ' αυτή την περίοδο ήταν που απέκτησε οικονομική σταθερότητα.

Ο de Kooning έγινε γρήγορα κεντρική φιγούρα στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό. Όχι απλά προώθησε την αρχηγία του μέσω της δουλειάς του, αλλά έγινε μία ουσιαστική παρουσία στην κοινωνική σκηνή του κινήματος. Ήταν μέλος της οργάνωσης Eighth Street Artists' Club (Λέσχη Καλλιτεχνών της Όγδοης Οδού), που είχε συναντήσεις τα βράδια της Τετάρτης, για να συζητήσει την τέχνη και τη θεωρία, και επίσης έγινε σταθερός θαμώνας, πίνοντας πολύ, στην παμπ Cedar (Κέδρος) στη Δέκατη Οδό. Είχε πολύ στενή εργασιακή σχέση με τον Franz Kline, (Φραντς Κλάιν) και ήταν, οπωσδήποτε, η πιο ισχυρή επιρροή για το ζωγράφο. Ήταν λιγότερο κοντά με τον Pollock, αν και τον θαύμαζε πολύ, και παραδέχτηκε ότι ζήλευε το ταλέντο του. Ένιωθε ότι ο Pollock κατείχε την "terribilita" (δεινότητα) του Michelangelo (Μιχαήλ Άγγελος), μία δυνατότητα να παράγει τέχνη μεγαλειώδους ομορφιάς, που προκαλεί δέος.

Willem de Kooning Portrait

Τα τελευταία χρόνια

Ο de Kooning σπανίως έδειχνε ενδιαφέρον στην εξερεύνηση και τη λεπτομέρεια των σκηνών στους πίνακές του, στα τέλη των δεκαετιών του 1940 και του 1950. Γενικά υποδήλωναν ζοφερές αστικές στιγμές, αν και περιέγραψε τα σκηνικά της σειράς του "Women" ως ένα "μη-περιβάλλον" (no-environment). Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 ωστόσο, ξεκίνησε να δείχνει ενδιαφέρον σε ένα νέου τύπου σκηνικό. Ξεκίνησε μία σειρά Abstract Urban Landscapes (Αφηρημένων Αστικών Τοπίων, 1955-58) και ακολούθησαν τα Abstract Parkway Landscapes (Αφηρημένα Τοπία Λεωφόρων, 1957-61) και τα Abstract Pastoral Landscapes (Αφηρημένα Βουκολικά Τοπία, 1960-66). Η προσωπική του ζωή έγινε πιο ήρεμη: το 1961 έγινε επιτέλους Αμερικανός πολίτης, αφού είχε ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες για τριάντα πέντε χρόνια· και το 1963 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο East Hampton, σε μία αγροικία με ένα μεγάλο στούντιο.

Τα ενδιαφέροντα του de Kooning απομακρύνονταν από την πόλη, αλλά δε γίνονταν απαραίτητα λιγότερο ριζοσπαστικά. Πάντα ανέτρεχε στους Παλαιούς Διδασκάλους περισσότερο από ότι στους ομοτέχνους του και, ακόμα και η σειρά του "Women", διατηρούσε ρίζες στα παραδοσιακά πορτρέτα. Τα τοπία του μπορεί να υποδήλωναν παράδοση, όμως ήταν ιδιαιτέρως αφηρημένα και, μερικές φορές, αναφερόταν στην έμπνευσή τους, μόνο στον τίτλο. Αν και το μπλε και το κίτρινο στο έργο Montauk Highway (Λεωφόρος Montauk, 1958) υποδηλώνουν με βεβαιότητα τη θάλασσα και την άμμο, ο de Kooning δεν έκανε καμία προσπάθεια να απεικονίσει μία πραγματική τοποθεσία. Χαρακτηριζόταν από τολμηρές, απλές κινήσεις, παρόμοιες με εκείνες του Franz Kline, με τον οποίο ο de Kooning ήταν κάποτε πολύ κοντά. Και παρά το ότι τα τοπία του προσέλκυσαν λιγότερη αρνητική φήμη από τη σειρά Γυναίκες, αποδείχθηκαν επίσης ότι ασκούν ιδιαίτερη επιρροή, ιδιαίτερα στη δουλειά του Καλιφορνέζου ζωγράφου Richard Diebenkorn (Ρίτσαρντ Ντίμπενκορν), ιδιαίτερα στη σειρά του Ocean Park (Ωκεάνειο Πάρκο).

Στο Long Island ο de Kooning συνέχισε να ζωγραφίζει γυναίκες, αλλά εξερεύνησε επίσης νέες λεωφόρους. Γύρω στο 1970 εμπνεύστηκε από τον Henry Moore (Χένρι Μουρ) για να ασχοληθεί με τη γλυπτική για πρώτη φορά, και δημιούργησε έργα, των οποίων τα άμορφα μοντέλα από πηλό μεταφέρθηκαν στη χυτή χάλκινη μορφή τους. Το πιο γνωστό από τα γλυπτά αυτά είναι ίσως το Clam Diggers (Εκσκαφείς Μυδιών, 1964), ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκε και σε κάποιους από τους πίνακές του, από εκείνη την περίοδο. Το 1968 ο de Kooning επέστρεψε στην Ολλανδία, για πρώτη φορά μετά από σαράντα δύο χρόνια, για μια αναδρομή στο μουσείο Stedelijk στο Άμστερνταμ· μια ακόμα σημαντική αναδρομή πραγματοποιήθηκε στο ίδιο μουσείο το 1986. Ζώντας και ζωγραφίζοντας στο Long Island κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο de Kooning δημιούργησε μεγάλα αφηρημένα έργα σε ζωντανούς τόνους με απλούστερες, πιο εκπαιδευμένες κινήσεις από εκείνες που είχαν χαρακτηρίσει το πιο πρώιμο στυλ του. Η δουλειά του συνέχισε να προσελκύει υψηλούς επαίνους και έμοιαζε με τη δουλειά ενός καλλιτέχνη, που ήταν ακόμα σε πλήρη φόρτιση των ταλέντων του. Ωστόσο, η μνήμη του de Kooning άρχισε να φθίνει σημαντικά προς το τέλος της δεκαετίας. Στο τέλος διαγνώστηκε με τη νόσο του Αλτζχάιμερ, και μετά το θάνατο της Elaine de Kooning το 1989, ο Willem περιήλθε υπό την κηδεμονία της κόρης του, μέχρι το θάνατό του το 1997, σε ηλικία 92 ετών.

Το έργο που δημιούργησε στα τελευταία του χρόνια, έχει προκαλέσει από τότε σημαντική συζήτηση για τη φύση της δημιουργικότητας: καθώς οι τιμές του de Kooning συνέχισαν να ανεβαίνουν στις δημοπρασίες, υπήρχε διαφωνία πάνω στο αν τα τελευταία έργα του είχαν επηρεαστεί από την πνευματική του ανικανότητα. Πολλοί διαφωνούσαν, λέγοντας ότι - κυρίως σε ό,τι αφορούσε στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό - η δημιουργικότητα πήγαζε περισσότερο από το ένστικτο παρά από το πνεύμα.

ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ

Αν και αναμφισβήτητα ισάξια σε ταλέντο και επιτεύγματα με του Jackson Pollock, η δουλειά του de Kooning αποδείχθηκε μικρότερης επιρροής. Το επίτευγμά του ήταν να αναμίξει τον Κυβισμό, τον Εξπρεσιονισμό και τον Σουρεαλισμό, και το πέτυχε με εκπληκτική δύναμη, μέσω μιας καριέρας αξιοσημείωτης για τη συνεχή υψηλή ποιότητά της. Ωστόσο, καθώς οι ανησυχίες των καλλιτεχνών απομακρύνονταν από αυτές του μοντερνισμού, το έργο του έμοιαζε λιγότερο σχετικό, και για μια γενιά λιγότερο αρρενωπών, επηρεασμένων περισσότερο από την Ποπ κουλτούρα καλλιτεχνών, όπως ο Robert Rauschenberg (Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ) και ο Jasper Johns (Τζάσπερ Τζονς), ο de Kooning αντιπροσώπευε την επιτομή των μεγάλων ηρωικών, που δεν εμπιστεύονταν. Ο ίδιος ο Rauschenberg εξέφραζε την απόστασή τους από αυτόν, με τον πιο δυναμικό - και διάσημο - τρόπο, όταν αγόρασε ένα σκίτσο του de Kooning, το έσβησε, και εξέθεσε το αποτέλεσμα ως δικό του έργο τέχνης (Σβησμένο Σκίτσο του de KooningErased de Kooning Drawing, 1953). Παρόλ’ αυτά, η επιρροή του de Kooning παραμένει σημαντική μέχρι και σήμερα, ιδιαίτερα για όσους ελκύονται από χειρονομιακά στυλ.


ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ WILLEM DE KOONING

"Δε ζωγραφίζω για να ζω, ζω για να ζωγραφίζω."

"Θα ήθελα να βάλω όλα τα χρώματα του κόσμου σε έναν πίνακα."

"Φαίνεται πως πολλοί καλλιτέχνες, καθώς μεγαλώνουν, γίνονται πιο απλοί."
- Summer Monologue (Καλοκαιρινός Μονόλογος, 1959)

"Οι Γυναίκες (Women) είχαν να κάνουν με το θηλυκό, ζωγραφισμένο σε όλες τις ηλικίες, μέσα από όλα εκείνα τα είδωλα και, ίσως, να είχα κολλήσει ως ένα βαθμό· δε μπορούσα να συνεχίσω. Έκανε ένα πράγμα για μένα: εξαφάνισε τη σύνθεση, τη διευθέτηση, τις σχέσεις, το φως - όλη αυτή την ανόητη συζήτηση για τη γραμμή, το χρώμα και τη μορφή."

"Δεν είμαι κάποιος που έχει ποτέ πει κάτι οριστικό για το έργο του. Στη ζωή μου, επίσης, έχω πολύ λίγο σταθερή μορφή. Μπορώ να αλλάξω σε μια νύχτα." (1968)

"Ακόμα και τα αφηρημένα σχήματα πρέπει να έχουν κάποια ομοιότητα."

 

Error occured while saving commment. Please, try later.