Carl Andre Life and Art Periods

"Η τέχνη μου πηγάζει από την επιθυμία μου να έχω πράγματα στον κόσμο, τα οποία διαφορετικά δεν θα υπήρχαν ποτέ."

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του 1970, ο Carl Andre (Καρλ Αντρέ) δημιούργησε ένα πλήθος γλυπτών, τα οποία, τώρα, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο καινοτόμα της γενιάς του. Μαζί με προσωπικότητες όπως ο Donald Judd (Ντόναλτ Τζαντ), ο Sol LeWitt (Σολ ΛεΒίτ), ο Dan Flavin (Νταν Φλάβιν), η Eva Hesse (Εύα Έσσε) και ο Robert Morris (Ρόμπερτ Μόρις), ο Andre έπαιξε κεντρικό ρόλο στον καθορισμό της φύσης της Μινιμαλιστικής Τέχνης. Η πιο σημαντική συμβολή του ήταν το να απομακρύνει τη γλυπτική από τη διαδικασία της χάραξης, του μοντελισμού ή της κατασκευής, και να φτιάξει έργα τα οποία απλώς χρησιμοποιούσαν την ταξινόμηση και την τοποθέτηση. Λίγοι, πριν από αυτόν, είχαν φανταστεί ότι η γλυπτική θα μπορούσε να αποτελείται από συνηθισμένες, εργοστασιακές πρώτες ύλες, τακτοποιημένες σε ευθείς σχηματισμούς και τοποθετημένες απευθείας στο έδαφος. Μάλιστα, κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, πολλά από αυτά τα τοποθετημένα χαμηλά, τμηματικά έργα έφτασαν να επαναπροσδιορίσουν, για μια νέα γενιά καλλιτεχνών, την ίδια τη φύση της γλυπτικής.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ

Ο Andre είναι ένας γλύπτης, που ούτε χαράσσει υλικά ούτε χρησιμοποιεί μοντέλα μορφών. Η δουλειά του περιλαμβάνει την τοποθέτηση πρώτων υλών - όπως τούβλα, κύβοι, ράβδοι ή πιάτα. Δε χρησιμοποιεί στερεωτικές ουσίες για να τα κρατάει στη θέση τους. Ο Andre έχει δηλώσει ότι η διαδικασία που ακολουθεί για να χτίσει ένα γλυπτό, από μικρές μονάδες κανονικού σχήματος, βασίζεται στην "αρχή της τοιχοποιίας" - σαν να στοιβάζει τούβλα για να χτίσει έναν τοίχο.
Ο Andre υποστηρίζει ότι η γλυπτική του είναι μια εξερεύνηση των ιδιοτήτων της ύλης, και για το λόγο αυτό έχει αποκαλέσει τον εαυτό του "υλιστή" (matterist). Κάποιοι έχουν θεωρήσει την τέχνη του ως "βασισμένη σε ιδέες", σαν κάθε κομμάτι να είναι απλά η πραγματοποίηση μιας ιδέας. Ωστόσο για τον Andre, αυτό είναι λανθασμένο: τα χαρακτηριστικά κάθε μονάδας υλικού που επιλέγει, και η τακτοποίηση και η θέση του γλυπτού στο περιβάλλον του, σχηματίζουν την ουσία της τέχνης του.
Ο Andre επιμένει να εγκαθιστά ο ίδιος κάθε νέο έργο και οι συνθέσεις του είναι πάντα προσεκτικά εναρμονισμένες, στην κλίμακα και τις διαστάσεις του άμεσου περιβάλλοντός τους. Ωστόσο, μετά την πρώτη τοποθέτηση, τα γλυπτά του μπορούν να διαλυθούν και να επανασυναρμολογηθούν σε άλλες τοποθεσίες, χωρίς την απευθείας εμπλοκή του.
Το 1966, ο Andre ξεκίνησε να περιγράφει τη δουλειά του σαν "γλυπτική ως θέση" (sculpture as place), μια φράση που υπαινίσσεται και το γεγονός ότι τα γλυπτά του δημιουργούνται απλά τοποθετώντας μονάδες στο πάτωμα, αλλά και από τις ιδιότητές τους να "παράγουν θέση". Ο Andre όρισε τη "θέση" ως "μια περιοχή μέσα σε ένα περιβάλλον, η οποία έχει αλλοιωθεί με τέτοιο τρόπο, που να κάνει το γενικό περιβάλλον πιο διακεκριμένο."

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ CARL ANDRE

Τα πρώτα χρόνια

Ο Andre πάντα απέδιδε στην ανατροφή του, στο Κουίνσι της Μασαχουσέτης, τη διαμορφωτική επιρροή που είχε στην τέχνη του. Γιος ναυπηγού με Σουηδική καταγωγή, μεγάλωσε πολύ κοντά στα ναυπηγεία του Κουίνσι, τα οποία επεκτάθηκαν γρήγορα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (στο αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς τους απασχολούσαν 32.000 εργάτες). Αργότερα θα ισχυριζόταν ότι μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας ήταν η όψη των "στρεμμάτων με πλάκες χάλυβα που σκούριαζαν" οι οποίες κείτονταν δίπλα στα ναυπηγεία "κάτω από τη βροχή και τον ήλιο."

Το 1951, σε ηλικία 16 ετών, ο Andre κέρδισε μια υποτροφία για να φοιτήσει στην Ακαδημία Phillips, το φημισμένο οικοτροφείο στο Αντόβερ της Μασαχουσέτης. Ήταν εκεί, υπό τη διδασκαλία των ζωγράφων Maud και Patrick Morgan (Μοντ και Πάτρικ Μόργκαν), όπου έλαβε τη μοναδική επίσημη καλλιτεχνική του εκπαίδευση.

MORE

Η πρώιμη περίοδος

Μετά το σχολείο, ο Andre φοίτησε για λίγο στο Κολλέγιο Kenyon (Κένυον) στο Οχάιο, αλλά σύντομα σταμάτησε. Πέρασε τους επόμενους μήνες εργαζόμενος στο Κουίνσι και, ανάμεσα στο 1955 και το 1956, ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία στο Fort Bragg (Φρούριο Μπραγκ), στη Βόρεια Καρολίνα. Το 1957 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στη συγγραφή ποίησης και τη δημιουργία τέχνης. Ζώντας στο Lower Manhattan, ο κύκλος των φίλων του περιελάμβανε τον Hollis Frampton (Χόλις Φράμπτον) και το ζωγράφο Frank Stella (Φρανκ Στέλλα), οι οποίοι είχαν φοιτήσει αμφότεροι στην Ακαδημία Phillips. Ο Frampton παρουσίασε στον Andre την ποίηση και τα δοκίμια του Ezra Pound (Έζρα Πάουντ), και ήταν μέσω του Pound, που ο Andre ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη δουλειά του γλύπτη Constantin Brancusi (Κόνσταντιν Μπρανκούζι). Παρακινούμενος από το Ρουμάνο μοντερνιστή, ο Andre ξεκίνησε να πειραματίζεται με "ευρεθέντες" ξύλινους κύβους, πριονίζοντας και χαράσσοντάς τους σε απλά γεωμετρικά σχήματα.

Η προσέγγιση του Andre στη δημιουργία τέχνης επηρεάστηκε ισχυρά από το παράδειγμα του Frank Stella. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, ο Stella κέρδιζε αυξανόμενη αναγνώριση για τους Μαύρους Πίνακές του (Black Paintings), μια σειρά έργων που αποτελούνταν μόνο από ομοιόμορφες παράλληλες λωρίδες μαύρης μπογιάς σμάλτου. Αμφότεροι ο Frampton και ο Andre ήταν γοητευμένοι από τον πειθαρχημένο, σχεδόν εργατικό τρόπο με τον οποίο ζωγράφιζε ο φίλος τους: στο μυαλό τους, αυτή ήταν μια τεχνική που άφηνε λίγο περιθώριο για καλλιτεχνία. Ο Andre περιέγραψε την τεχνική του Stella ως "κονστρουκτιβιστική",ως ένα μέσο να δοθεί έμφαση στο ότι έχτιζε τη δουλειά του, από έναν συνδυασμό "πανομοιότυπων, διακριτικών μονάδων", και τα γλυπτά Πυραμίδα (Pyramid) του Andre, από το 1959, μπορούν να θεωρηθούν μια σημαντική πρώιμη προσπάθεια, να παράγει έργο με παρόμοιο τρόπο.

Ωστόσο, ο Andre συνέχισε να εξερευνά τις διακλαδώσεις της "κονστρουκτιβιστικής" τεχνικής, όχι μέσω της γλυπτικής, αλλά μέσω λέξεων και κειμένου. Ουσιαστικά, ανάμεσα στο 1960 και το 1964, ο Andre έφτιαξε λίγα γλυπτά. Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών δούλεψε ως χειριστής φρένων σε φορτία, στο Σιδηρόδρομο της Πενσιλβάνια και είχε λίγο χώρο και χρήμα για να δημιουργήσει τρισδιάστατη τέχνη. Αντιθέτως, ξεκίνησε να "κατασκευάζει" ποιήματα από λέξεις ή φράσεις, που συνέλλεγε με σύνεση από συγκεκριμένα κείμενα. Έγραφε στη συνέχεια αυτά τα κομμάτια, τακτοποιώντας τα στη σελίδα, σύμφωνα με ένα προδιατεταγμένο πρωτόκολλο, όπως, για παράδειγμα, ανάλογα με το μήκος των λέξεων ή αλφαβητικά ή ακολουθώντας ένα απλό μαθηματικό σύστημα. Πολλά από αυτά τα ποιήματα δημιουργήθηκαν χρησιμοποιώντας γραφομηχανή, και από το τέλος της δεκαετίας του 1960 ο Andre εξέθεσε συχνά τα χειρόγραφα αυτών των βασισμένων σε κείμενο έργων, μαζί με τα ώριμα γλυπτά του.

Η ώριμη περίοδος

Ο Andre έγινε σχεδόν 30 ετών, μέχρι να εκτεθούν δημόσια κάποια από τα γλυπτά του, αν και η σχετική αφάνεια που είχε απολαύσει μέχρι εκείνο το σημείο, του είχε χαρίσει άπλετο χρόνο να διαβάσει και να πειραματιστεί ευρέως. Επομένως, όταν άρχισαν να παρουσιάζονται ευκαιρίες να εκθέσει, από το 1964 και μετά, ο Andre είχε ήδη εκλεπτύνει μία τροχιά για την τέχνη του, η οποία αργότερα θα φαινόταν εντυπωσιακά συνεκτική. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν ήδη καλά εξοπλισμένος, με μια εκπληκτικά ευκρινή λογική για τη δουλειά του, και ήταν, κυρίως, χάρη σ' αυτό το ότι βρήκε τον εαυτό του ικανό, να εδραιώσει τη φήμη του με ένα επίπεδο αυτοπεποίθησης, που έκοβε την ανάσα.

Από το 1966 ο Andre είχε αποφασίσει ότι τα γλυπτά του δεν θα αναπτύσσονταν άλλο. Εξήγησε στον κριτικό David Bourdon (Ντέιβιντ Μπέρντον), στο περιοδικό Artforum τον Οκτώβριο του 1966, ότι η πολύ πρώιμη δουλειά του μπορούσε να περιγραφεί σαν "γλυπτική ως φόρμα", αφού περιελάμβανε το κόψιμο και τη διαμόρφωση υλικών. Μετά από αυτό, είχε προοδεύσει στη "γλυπτική ως δομή" - ένα στάδιο στο οποίο παρήγαγε έργα, όχι κόβοντας ή διαμορφώνοντας, αλλά στοιβάζοντας πανομοιότυπες μονάδες. Τα τρία γλυπτά, Νόμισμα, Κούνια και Μίγμα (Coin, Crib and Compound) (όλα του 1965), έγιναν από δέσμες φελιζόλ τριών μέτρων, τα οποία ο Andre εξέθεσε στη Γκαλερί Nagy το 1965, και μπορούν να θεωρηθούν παραδείγματα του τελευταίου: κάθε έργο ήταν παράδειγμα μιας διαφορετικής τεχνικής κατασκευής κτιρίων. Όμως, από το 1966 και μετά, ο Andre εξήγησε ότι είχε απαλλαγεί από αμφότερες, τη μορφή και τη δομή, και, ότι απλώνοντας μονάδες οριζόντια στο έδαφος, η δουλειά του έγινε αποκλειστικά μια εκδήλωση της "θέσης". Το 1967 o Andre ξεκίνησε να φτιάχνει γλυπτά, χρησιμοποιώντας μεταλλικά πλακίδια μισού εκατοστού, και "η γλυπτική ως θέση" έγινε συνώνυμη με έργα, που εκτείνονταν οριζόντια πάνω στο επίπεδο του εδάφους.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι βασικές προϋποθέσεις της τέχνης του Andre έχουν παραμείνει πρακτικά αμετάβλητες, αφού η διαδικασία της πραγματοποίησης του έργου δεν έχει αλλοιωθεί. Αυτό σημαίνει ότι η δουλειά του Andre τείνει να επιδεικνύει ένα εύρος ευδιάκριτων χαρακτηριστικών, τα οποία την κάνουν πάραυτα αναγνωρίσιμη. Για παράδειγμα, πολλά από τα ώριμα γλυπτά του είναι τοποθετημένα ιδιαίτερα χαμηλά, υπονομεύοντας όλους τους παραδοσιακούς συσχετισμούς, σχετικά με τη σχέση του γλυπτού με το όρθιο ανθρώπινο σώμα. Όταν στέκεσαι μπροστά σε ένα από τα μεταλλικά, με βάση το πάτωμα, έργα του Andre, δεν υπάρχει κάποια μορφή, που να σε "αντικρίζει". Αντίθετα, συχνά σου επιτρέπεται να περπατήσεις πάνω από τα μεταλλικά γλυπτά του και να σταθείς στο χώρο, όπου η γλυπτική ουσία συνήθως κατοικεί.

Κυρίως επειδή το έργο του κείτεται τόσο χαμηλά και παρουσιάζεται πάντα στο έδαφος, μπορεί συχνά να φαίνεται ιδιαίτερα ταπεινό. Αυτή είναι μια ιδιότητα που ο Andre, επίσης καλλιέργησε. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να φτιάξει πελώρια, μνημειακά έργα, που κάνουν το θεατή να νιώθει μικροσκοπικός. Αντιθέτως, ο Andre έχει πει συχνά ότι του αρέσει να φτιάχνει γλυπτά, με τα οποία μπορείς να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρα, αλλά μπορείς να αγνοήσεις, αν το επιλέξεις.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να υπονοήσει κανείς, ότι δεν υπήρξαν ουσιαστικές παραλλαγές στην εμφάνιση των γλυπτών του, και, με τα χρόνια, ο Andre έχει παράγει μεγάλη ποικιλία από οικογένειες έργων, χρησιμοποιώντας πολλά διαφορετικά υλικά και συνθέσεις. Όπως για παράδειγμα, όταν χρησιμοποίησε χοντρούς κύβους από κέδρο, ή κύβους από γρανίτη και ασβεστόλιθο, ή ιδιαίτερα γυαλιστερά μέταλλα, τα αποτελέσματα μπορούν να δείχνουν πλούσια και μεγαλειώδη. Όμως, σε άλλες περιπτώσεις, έχει φτιάξει γλυπτά από φθηνά, σχεδόν ευτελή υλικά, συμπεριλαμβανομένων αντικειμένων που έχουν βρεθεί στα σκουπίδια, όπως λυγισμένα, σκουριασμένα καρφιά ή κομμάτια πλαστικών σωλήνων. Στη ουσία, ακόμα και γλυπτά φτιαγμένα από το ίδιο είδος μονάδων, μπορούν να δείχνουν εντελώς διαφορετικά, ανάλογα με το πώς επιλέγει ο Andre να τα τοποθετήσει. Για παράδειγμα, τρία πιάτα από χαλκό, ανεβασμένα στον τοίχο σε μια σκιερή γωνία μιας γκαλερί, θα έδειχναν εντελώς διαφορετικά από τριάντα τρία πιάτα από το ίδιο υλικό, απλωμένα σε παραλληλόγραμμη διάταξη και τοποθετημένα ακριβώς στη μέση του δωματίου. Σε έναν απλό παρατηρητή, όλα τα έργα του Andre θα έμοιαζαν παρόμοια, αλλά ο Andre θέλει οι θεατές να ελαττώσουν ταχύτητα και να επικεντρωθούν σε μικρές, διακριτικές διαφορές - και να διαλογιστούν πάνω σε αυτές.

Το 1969 o Andre συνδέθηκε στενά με το Συνασπισμό Εργατών Τέχνης (Art Workers' Coalition) που είχε έδρα στη Νέα Υόρκη. Η ομάδα αυτή πίεζε τις κυριότερες δημόσιες γκαλερί της πόλης, για αύξηση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών, και για να δοθεί ένα τέλος στο σεξισμό, το ρατσισμό και την καταπίεση, μέσα στον καλλιτεχνικό κόσμο. Ήταν αναμφισβήτητα μέσα σε αυτή την περίοδο, όταν η υπεροχή του Andre ανάμεσα στους ομοτέχνους του και σε ιδρύματα τέχνης, της Βορείου Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης, ήταν στο ζενίθ της.

Ωστόσο, το 1985 η καλλιτεχνική του φήμη πλήγηκε σημαντικά από ένα τραγικό γεγονός στην προσωπική του ζωή. Η τότε σύζυγός του, η Κουβανο-Αμερικανή καλλιτέχνης Ana Mendieta (Άνα Μεντιέτα), έπεσε από το παράθυρο του διαμερίσματός τους στη Νέα Υόρκη και σκοτώθηκε. Ο Andre συνελλήφθη για τη δολοφονία της και, αν και απαλλάχθηκε πλήρως από τις κατηγορίες το 1988, έγινε μισητό πρόσωπο για εκείνους που ήταν κοντά στη Mendieta. Στα μάτια τους προσωποποίησε πολλές από τις καταπιεστικές αξίες του κατεστημένου, ενάντια στις οποίες εκείνος και ο Συνασπισμός Εργατών Τέχνης είχαν εκστρατεύσει, στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Ο Carl Andre είναι παντρεμένος με την καλλιτέχνη Melissa Kretschmer (Μελίσα Κρέσμερ). Κατοικούν στη Νέα Υόρκη.

ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ

Από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και μετά, η τέχνη του Andre έγινε σημαντικό σημείο αναφοράς για πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη - κυρίως γιατί θεωρήθηκε ότι ελάττωσε τη γλυπτική στην ουσιώδη της κατάσταση. Ενώ ο ίδιος ο Andre είδε το γεγονός αυτό ως το τελικό σημείο της τέχνης του, πολλοί γλύπτες (συμπεριλαμβανομένου και του Richard Serra), πήραν τη διορατικότητά του ως το σημείο εκκίνησης της δικής τους πρακτικής, και αναρριχήθηκαν από τις αρχές που είχε θέσει ο Andre.


ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ CARL ANDRE

"Τέχνη είναι ο αποκλεισμός του περιττού."

"Να μη συμβιβάζεσαι με τίποτα λιγότερο από τη συμπαγή ανάλυση συμπαγών καταστάσεων, που οδηγούν σε συμπαγείς πράξεις."

"Η τέχνη μου θα αντανακλά όχι απαραίτητα συνειδητή πολιτική, αλλά τη μη αναλυτική πολιτική της ζωής μου."

"... η τέχνη για την τέχνη είναι γελοία. Η τέχνη είναι για τις ανάγκες του καθενός."

 

Error occured while saving commment. Please, try later.